Μετάβαση στο περιεχόμενο

Θέλει μόνο υπομονή; Γυναίκες – ψυχική οδύνη – χειραφέτηση

12, Νοέμβριος, 2021

Το παρακάτω κείμενο αποτέλεσε μία από τις εισηγήσεις στην εκδήλωση του Δικτύου ανθρώπων που ακούνε φωνές, με αφορμή την παρουσίαση του βιβλίου Υπομονή Θέλει.

Θα ξεκινήσω από την θέση ότι η καταπίεση, δηλαδή η ρητή ή άρρητη, άμεση ή έμμεση άσκηση εξουσίας από άτομα που βρίσκονται σε θέσεις κυριαρχίας απέναντι σε άτομα που βρίσκονται σε θέσεις υποτέλειας, μπορεί να παράγει ψυχική οδύνη, διαφόρων ποιοτήτων και εντάσεων. Υπάρχουν διάφορες θέσεις υποτέλειας στις οποίες μπορούμε να βρεθούμε – παιδιού, θεραπευόμενης, μαθητή, ασθενή κ.α. Η γυναικεία θέση ως κοινωνική και πολιτική θέση είναι μία ακόμη από τις θέσεις αυτές. Από την θέση αυτή οι γυναίκες ανέπτυξαν τρόπους συμπεριφοράς που πολύ συχνά συναντάμε ως κριτήρια ψυχοπαθολογίας στα επίσημα διαγνωστικά ψυχιατρικά εγχειρίδια, συμπεριφορές που γίνονται διαγνώσεις που πιο συχνά δίνονται σε γυναίκες. Τέτοιοι τρόποι συμπεριφοράς είναι η κατάθλιψη, το άγχος, οι φοβίες, η αποπροσωποποίηση ως ένα αίσθημα αποσύνδεσης από τον εαυτό, την σκέψη ή το σώμα, η έντονη συναισθηματικότητα, η εξάρτηση, η στενοχώρια, η στέρηση και ο περιορισμός της πρόσληψης τροφής ως μηχανισμός ελέγχου, η δυσκολία έκφρασης διαφωνιών με τον φόβο να χάσουμε την υποστήριξη των άλλων, η υπέρβαση των ορίων μας για να ικανοποιήσουμε του άλλους, η αυτοθυσία, η απελπισία, η μειωμένη ικανότητα ανεξάρτητης σκέψης, ο ετεροπροσδιορισμός και φυσικά η ενοχή.

Το φαινόμενο αυτό έχει μακρά ιστορία.

Ήδη, από τον 19ο αιώνα, η μορφή της «γυναίκας» γίνεται το κατεξοχήν αντικείμενο ψυχιατρικής παρακολούθησης. Η νυμφομανία, όπως άλλωστε η υστερία και η νευρασθένεια, αντιμετωπίζονται σαν συμπτώματα της αποτυχίας της γυναίκας είτε να ανταποκριθεί επιτυχώς στον αναπαραγωγικό προορισμό της είτε να προσαρμόσει την σεξουαλικότητα και την ερωτική της επιθυμία στα αντρικά μέτρα. Έτσι, η γυναικεία απείθαρχη ή ανυπότακτη συμπεριφορά μετατρέπεται σε ιατρικό πρόβλημα, που νομιμοποιεί την υποβολή των γυναικών σε εξονυχιστική (ανδρική) ιατρική επίβλεψη. Πέρα από την ψυχανάλυση, άλλες κυρίαρχες παρεμβάσεις της εποχής αποτέλεσαν οι θεραπείες από άντρες γιατρούς με την χρήση δονητών και μαλάξεων στις ερωτογόνες ζώνες των γυναικών, και το κλείσιμο στο σπίτι μέχρι να παντρευτούν.

Έκτοτε τα πράγματα δεν έχουν αλλάξει δραματικά.  Οι παθολογίες της θηλυκότητας συνεχίζουν να παράγονται και αναπαράγονται ως στρατηγικές επιβίωσης απέναντι σε μια παρατεταμένη έκθεση σε περιοριστικούς κονωνικούς ρόλους και τις πειθαρχήσεις που αυτοί οι κοινωνικοί ρόλοι συνεπάγονται. Η γυναικεία ψυχική οδύνη είναι και σήμερα αποτέλεσμα της προσπάθειας να αντιμετωπίσουμε τις καθημερινές καταπιέσεις της ζωής από μία ακόμη θέση υποτέλειας.

Εκκινώντας από μία θέση υποτέλειας μαθαίνουμε ότι οι έγνοιες, ο τρόπος και ο λόγος μας μπορεί εύκολα να απορριφθεί και να υποτιμηθεί. Αν επιμείνουμε και υψώσουμε την φωνή μας, η απόρριψη συχνά έρχεται με περισσότερη βία. Η άμεση έκφραση σκέψεων και συναισθημάτων – και πόσο μάλλον του θυμού – συνδέεται με τιμωρία, κίνδυνο και ενοχή.

Από την θέση υποτέλειας βλέπουμε ότι οι κυρίαρχοι έχουν μεγαλύτερη πρόσβαση σε πόρους και ευκαιρίες και συνειδητοποιούμε ότι αν θέλουμε να πάρουμε αυτό που έχουμε ανάγκη θα πρέπει να βασιστούμε σε αυτούς. Μελετάμε τους κυρίαρχους προσεκτικά και προσπαθούμε να συντονιστούμε μαζί τους, αποφεύγοντας να τους αγχώσουμε ή να τους θυμώσουμε, ώστε να μπορούμε να διατηρήσουμε κάποιον έλεγχο σε όσα μας συμβαίνουν.

Από την θέση αυτή συχνά γινόμαστε παθητικές, νιώθουμε αβοήθητες και χάνουμε την σύνδεση με τις ανάγκες μας. Άλλες φορές πάλι έχουμε συναισθηματικά ξεσπάσματα, ανταγωνιζόμαστε με άλλες υποτελείς και εσωτερικεύουμε αρνητικά σχόλια που μειώνουν την αίσθηση της αξίας μας.

Στόχος μας είναι η επιβίωση.

Μια επιβίωση που πρέπει να επιτύχουμε μέσα από την συμμετοχή μας σε διάφορα πλαίσια κοινωνικών πρακτικών (οικογένεια, εκπαίδευση, εργασία, πολιτική, κ.α.) και  μέσα από τις σχέσεις μας με διάφορα υποκείμενα, διαφόρων ιδιοτήτων και ειδικοτήτων (δασκάλους, γιατρούς, φίλους, συντρόφους, πολιτικούς συντρόφους και πολλά άλλα), σε όλα το φάσμα της αρρενωπότητας ή της θηλυκότητας.

Στόχος μας, όμως, συχνά είναι και η χειραφέτηση, μια χειραφέτηση καθόλου παραδεδομένη που πρέπει να την δομήσουμε πολλές φορές από το μηδέν. Μια χειραφέτηση που θέλει μάλλον όχι μόνο υπομονή αλλά και πιο συλλογικές μορφές ανάπτυξης της αυτοσυνειδήσής μας, ώστε να αποδομήσουμε με τρόπο χειραφετητικό τους κοινωνικούς ρόλους και τα νοήματα που έχουμε μάθει να επιτελούμε.

Κόρη, σύζυγος, μητέρα.  Παραδοσιακοί κοινωνικοί ρόλοι με διάφορες παραλλαγές. Μέσα από αυτούς μαθαίνουμε ότι ως γυναίκες θα πρέπει πάντα να είμαστε συνδεδεμένες με τους άλλους, να αναφερόμαστε σε αυτούς και να διαμορφώνουμε τις ανάγκες μας σε σχέση με τις δικές τους. Μαθαίνουμε ότι η αξία μας κοινωνικά εξαρτάται από την αξία κάποιου άλλου, ισχυρότερου. Το να υπάρχουμε και να ζούμε μόνες μας σπάνια είναι κάτι που αξίζει να το γιορτάσουμε. Αντίστοιχα, η φροντίδα της εαυτής μας δεν είναι κάτι που τις περισσότερες φορές μας βγαίνει αβίαστα. Η φροντίδα των άλλων έρχεται ή πρέπει να έρχεται πρώτη.

Και μετά, μαθαίνουμε να φέρουμε ταμπέλα της εξαρτημένης, της μη ανεξάρτητης συναισθηματικά και πρακτικά, εκείνης που μένει συνδεδεμένη ακόμα και σε σχέσεις κακοποιητικές, εκείνης που εντέλει μαθαίνει να κάνει κακοποιητικές σχέσεις. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που η ονομαζόμενη «μανία της γεροντοκόρης» αποτελούσε κλινική κατηγορία. Οι δομικές πιέσεις απέναντι στις γυναίκες που υπάρχουμε ως αυτόνομες έχουν πολύ καλά αφομοιωθεί και από εμάς τις ίδιες εμποδίζοντάς μας πολλές φορές να τα βρούμε με τις δυσκολίες μας, οδηγώντας μας σε αυτοεκπληρούμενες προφητείες, που με την σειρά τους μας οδηγούν σε απόγνωση και θλίψη.

Ως γυναίκες μαθαίνουμε, επίσης, ότι πρέπει να μπορούμε να έχουμε πάντα ανοιχτές τις «συναισθηματικές μας κεραίες» και να συμπεριφερόμαστε υπεύθυνα. Μαθαίνουμε να αναμένουμε τις ανάγκες των άλλων και να ανταποκρινόμαστε, να φροντίζουμε ακόμα και αν οι δικές μας ανάγκες μένουν αφρόντιστες, και να διαπαιδαγωγούμε και να ανατρέφουμε πολλές φορές ακριβώς επειδή οι δικές μας δεν καλύπτονται. Μαθαίνουμε να ζούμε σε μια ανισορροπία μεταξύ συναισθηματικού δοσίματος και συναισθηματικών απολαβών. Έτσι, τα βαθύτερα συναισθήματα ανάγκης των γυναικών συχνά καταπιέζονται και αντικαθίστανται από συναισθήματα ενοχής, όταν τελικά μας επιτρέπεται και μας επιτρέπουμε να αναγνωρίσουμε ότι έχουμε και δικές μας ανάγκες.

Στο πλαίσιο αυτό, συχνά η επίτευξη των πολυπόθητων σχέσεων που δεν συνοδεύεται από την εκπλήρωση που έχουμε μάθει να προσδοκούμε και να αναζητάμε, μας αδειάζει και μας αφήνει με συναισθήματα ανεπάρκειας. Αντίθετα, το να διαμορφώνουμε σχέσεις ασφάλειας και ελευθερίας, όπου μπορούμε να εκφράζουμε τις ανάγκες μας για εξάρτηση και παράλληλα να βιώνουμε τις εαυτές μας ως άτομα με τον δικό μας τρόπο, η δυνατότητα να είμαστε κοντά και ταυτόχρονα χώρια στις έντονες σχέσεις μας, είναι ένας κομβικός παράγοντας στην εξέλιξή μας προς την προσωπική αυτονομία με όρους αυτοπροσδιορισμού αλλά και την ικανότητα να διαμορφώνουμε ισότιμες σχέσεις.

Για τις κυρίαρχες προσεγγίσεις της ψυχολογίας, ο κομβικός αυτός παράγοντας για την εξέλιξη των γυναικών δεν ήταν ποτέ αυτονόητος. Μέσα από μια ανδροκεντρική, θετικιστική, φαινομενικά ουδέτερη ως προς το φύλο και αποπολιτικοποιητική οπτική ο καθημερινός αγώνας των γυναικών για ισοτιμία και αντισεξισμό συχνά ψυχολογιοποιείται, παθολογικοποιείται ή και θυματοποιείται και δεν του επιτρέπεται να ολοκληρωθεί. Ακόμα και οι φεμινιστικές προσεγγίσεις στην ψυχολογία που εμφανίστηκαν το ’70 δεν έχουν καταφέρει ακόμα να αλλάξουν την κυρίαρχη πρακτική της. Γιατί η μέχρι τώρα αντίσταση της κυρίαρχης ψυχολογίας στον φεμινισμό είναι προέκταση των ευρύτερων αντιστάσεων της κοινωνίας απέναντι στον φεμινισμό. Το να αγνοούμε την αδυναμία του φεμινισμού να αλλάξει την κυρίαρχη ψυχολογία είναι σαν αγνοούμε έναν ελέφαντα που βρίσκεται στο δωμάτιο. Η ψυχολογία εμπλέκεται βαθιά με την αναπαραγωγή της κοινωνίας που ο φεμινισμός θέλει να αλλάξει. Γι’ αυτό, όσο περισσότερο η κυρίαρχη ψυχολογία εδραιώνει την θέση της στην κουλτούρα των γυναικών τόσο περισσότερο η φεμινιστική ψυχολογία χρειάζεται να αναζητά τρόπους μεταρρυθμιστικής έμπνευσης μέσα από την καθαρά πολιτική πρακτική του φεμινισμού.  Γιατί η χειραφέτησή μας δεν είναι ατομική μας υπόθεση. Γιατί η χειραφέτηση δεν μπορεί να ολοκληρωθεί μέσα στην ψυχοθεραπευτική συνεδρία.

Γιούλη Τσίρτογλου, κλινική ψυχολόγος

Advertisement
No comments yet

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: