Μετάβαση στο περιεχόμενο

«Πελάτης», «θεραπευτής», «θεραπευόμενος»: όροι και πραγματικότητα

7, Μαρτίου, 2012

Στη δουλειά μας ερχόμαστε σε επαφή με ανθρώπους. Τους λεγόμενους «πελάτες» ή «περιστατικά». Λέξεις που χρησιμοποιούμε μηχανικά και μόνο για πρακτικούς λόγους στην επαγγελματική ιδιόλεκτο. Είναι λέξεις που στην πραγματικότητα είναι κούφιες, απρόσωπες, ευτελείς. Στερούν κάθε ανθρώπινη ιδιότητα από το υποκείμενο και κονσερβοποιούν την μοναδικότητά του και τις ιδιαιτερότητές του στον ιμάντα της μαζικής παθολογικοποίησης και θεραπείας. Παραπέμπουν επίσης στην οικονομική δοσοληψία που άμεσα ή έμμεσα διαμεσολαβεί την θεραπευτική σχέση. «Πελάτης» είναι άλλωστε αυτός που πληρώνει.

Στην καθημερινότητα της δουλειάς μας ερχόμαστε λοιπόν σε επαφή με Ανθρώπους. Έχουν όνομα και προσωπικότητα. Για τον έξω κόσμο τηρούμε το επαγγελματικό απόρρητο και προστατεύουμε τα προσωπικά τους δεδομένα. Για εμάς όμως, για τον δικό μας εσωτερικό κόσμο, είναι  η Άννα[1], ο Γιάννης, ο Κώστας, η Μαρία. Παιδιά, έφηβοι, ενήλικες. Με την μοναδικότητα της ύπαρξής τους, των βιωμάτων τους, των αντιδράσεών τους. Στην επαφή μαζί τους προσπαθούμε να τους παρέχουμε κατανόηση, στήριξη, προσανατολισμό. Η συμπόρευση μαζί τους δεν είναι πάντα εύκολη ούτε απαραίτητα ευχάριστη. Μπορεί να ενέχει συγκρούσεις, θυμό, απογοήτευση και για τις δύο πλευρές. Αναμετριόμαστε με αδιέξοδα, με τις προσδοκίες μας, με τα προσωπικά μας όρια. Κι οι δυο γνωρίζουμε πως αυτό είναι αναπόσπαστο κομμάτι της δουλειάς μας: η θεραπευτική σχέση για την οποία τόσα και τόσα έχουν γραφτεί και ειπωθεί. Ανεξαρτήτως ηλικίας (χρονολογικής ή αναπτυξιακής) και είδους ανάγκης, ο άνθρωπος με τον οποίο δουλεύουμε αντιλαμβάνεται το αμφίδρομο αυτό της σχέσης και το πόσο σημαντική διαδικασία είναι. Το νιώθει με τον δικό του κάθε φορά τρόπο. Και (αντι)δρά από το δικό του ρεπερτόριο που, ανεξαρτήτως αν το ερμηνεύουμε ως κοινωνικά μαθημένο ή ορμώμενο από παρελθούσες δομές, παραμένει πηγαίο και αυθόρμητο. Εκεί αναδύονται συχνά κάποιες αθεράπευτα σημαντικές συνδιαλλαγές των δύο υποκειμένων. Είναι αυτό που προσωπικά αποκαλώ «οι πολύτιμες στιγμές». Όταν η Άννα, ο Γιάννης, ο Κώστας, η Μαρία, μου δείχνουν πως μοιραζόμαστε τον ίδιο φόβο: τον βαθύτερο υπαρξιακό φόβο του ανθρώπου – τη μοναξιά, το θάνατο. Ή όταν με μια κίνηση με τα χέρια μου βεβαιώνουν ότι δεν ξεχνούν: πως ό,τι κατέκτησαν κατά τη συμπόρευση μας έχει εγγραφεί ως νέα εμπειρία στη συνείδηση. Όταν πάλι με αποστομώνουν με την ειλικρίνειά τους, με συγκινούν με το – μέχρι πρότινος ανύπαρκτο – βλέμμα, ή με κάνουν να γελάω μέσα στη βαρύτητα της σημερινής κοινωνικής κατάστασης. Ή όταν με ξαφνιάζουν με μια νέα τους πτυχή ή συμπεριφορά, υπενθυμίζοντάς μου την αξία του εν δυνάμει σε κάθε υποκείμενο. Επισημαίνοντάς μου τη δυναμικότητα του απρόβλεπτου, καθώς και την δική μου μικρότητα απέναντι στην διαρκώς μεταβαλλόμενη πρόθεση του υποκειμένου.

Αυτές οι «πολύτιμες στιγμές» δεν χωράνε σε κανένα επιστημονικό λεξιλόγιο, δεν κατηγοριοποιούνται σε καμιά επαγγελματική ορολογία. Αποτελούν μοναδικές, ανεπανάληπτες, ολοκληρωμένες και καθ’ όλα προσωπικές εμπειρίες. Δεν καταξιώνουν ούτε τον «θεραπευτή», ούτε τον «πελάτη», δεν εξιλεώνουν το «περιστατικό» στο βωμό της θεραπευτικής σχέσης, ούτε φυσικά αναιρούν την οποιαδήποτε άλλη πτυχή (οικονομική, επαγγελματική, δεοντολογική) αυτής της σχέσης. Δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που πολλοί από μας βιώνουν στην επαφή με τους ανθρώπους.

Ηλέκτρα Αναγνωστοπούλου, εξελικτική ψυχολόγος


[1] Οποιαδήποτε ονόματα αναφέρονται στο παρόν κείμενο είναι πλαστά.

Advertisement
No comments yet

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: