Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Κατάθλιψη, η Σχόλη, και η επιβράδυνση των ρυθμών της ζωής.

20, Μαρτίου, 2010

Albrecht Durer, 1508

Yπάρχουν προσεγγίσεις στα φαινόμενα της Κατάθλιψης που τονίζουν ότι πρόκειται για μια επώδυνη αλλά αναγκαία, και στο βάθος της θετική τάση του πάσχοντος να αποσυρθεί από τον κόσμο που έχει γίνει αφόρητος.  Μια απόκριση και μια διέξοδος εντός της οποίας το καταθλιπτικό άτομο διαπραγματεύεται συσσωρευμένες καταστάσεις ψυχικού πόνου, φόβου και άγχους.    Εδώ θα δούμε αυτή τη συνήθως παραγνωρισμένη διάσταση της κατάθλιψης μέσα από έναν παραλληλισμό, που σε πρώτη ματιά μπορεί να φανεί ριψοκίνδυνος, αλλά πιστεύουμε ότι μπορεί να βοηθήσει σε μια πιο προσωπική κατανόηση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας.

Ξεκινώντας από την τελευταία, μπορούμε να δούμε κάτι κοινό σε πολλές πλευρές των καταθλιπτικών συμπτωμάτων: η επιβράδυνση της σκέψης και της πράξης και η συνεπακόλουθη απεμπλοκή από ευθύνες και καθήκοντα, ακόμα και η επίμονη και επώδυνη περιδίνιση της σκέψης γύρω από την ιδέα του θανάτου, από μιαν άποψη όλα αυτά φαίνεται να ακολουθούν πέραν της θλίψης και διαμέσου της θλίψης μια λογική αποκοπής από τον κόσμο.   Μια πορεία απόκκλισης από την ύπαρξη εντός του κόσμου, ύπαρξη που για τον πάσχοντα είναι  ανέλπιδη και ο ίδιος απαρηγόρητος.

Ακόμα και οι φαύλοι κύκλοι αδράνειας, ενοχής και αυτοκατηγορίας και πάλι αδράνειας, και η αδυναμία εξεύρεσης νοήματος, από μιαν άλλη οπτική μοιάζουν να δικαιολογούν και να υπερασπίζονται πρωτίστως αυτήν την τάση, την φαινομενικά παράδοξη τάση να απουσιάσει κανείς από τον κόσμο κατα-θλιβόμενος από αυτόν τον ίδιο τον κόσμο και τα βάρη του.  Κάτω από το μεγάλο βράχο, κάτω από τις δυνάμεις τις θλίψης, μπορεί κανείς να κρυφτεί, αν συνεχίσει βεβαίως να αναπνέει.

Υπάρχουν, λοιπόν, προσεγγίσεις που θεωρούν αυτήν τη διολίσθηση και καταβύθιση στην κατάθλιψη ως αναγκαία τάση του ψυχισμού, που του επιτρέπει να ξαναβρεί στην πορεία της κατάθλιψης νόημα για την πορεία της ζωής του, αυτή τη φορά μέσα από τη βάσανο του αναστοχασμού, της σκέψης για τον εαυτό – αλλά και την απομάκρυνση από τα βάσανα της πραγματικής, κοινωνικής και εργασιακής ζωής.

Μπορεί κανείς να κάνει εδώ έναν παραλληλισμό, να συνεξετάσει την κατάσταση του κατεθλιμμένου ψυχισμού με ένα άλλο, πολύ διαφορετικό ψυχικό καθεστώς – φαινομενικά διαμετρικά αντίθετο καθεστώς.  Το καθεστώς αυτό είναι η σχόλη, η αργία.

Σχόλη, σχολείο, απόσταση και αναβολή της ιλιγγιώδους κανονικότητας

Σχόλη είναι η κατάσταση εκείνη του ανθρώπινου ψυχισμού που λογίζεται ως ελεύθερος χρόνος, ο χρόνος εκείνος που δε διοχετεύεται στην απασχόληση με τις αναγκαιότητες του βιοπορισμού.  Η χαλάρωση των σχετικών κοινωνικών (κυρίως εργασιακών) υποχρέωσεων αλλά και συμβάσεων.  Οι λέξεις σχολή και σχολείο, με κατεβασμένο τον τόνο, προέρχονται από τη λέξη σχόληΑσχολία, μια άλλη εύχρηστη λέξη σήμερα, είναι το αντίθετο της σχόλης, είναι η εμπλοκή με κάτι το οποίο, σε αντίθεση με τη σχόλη, έχει άμεσα πρακτικό κι απτό αντίκρυσμα.

Αν σήμερα το σχολείο και οι σχολές καθόλου δε μας φέρνουν στο νου μια κατάσταση αεργίας και ελεύθερου χρόνου, είναι επειδή  απέχουμε πολύ από την εποχή που το σχολείο όντως απευθυνόταν σε όσους είχαν την πολυτέλεια της αργίας ή για τον πολύ κόσμο περιοριζόταν στις περιόδους εκείνες του χρόνου που τα παιδιά δεν ασχολούνταν με τις εργασίες των ενηλίκων.

Ακόμα, όμως, και σήμερα, το σχολείο και οι σχολές σε σχέση με την εργασία έχουν το νόημα καταστάσεων μιας απόστασης – μιας αναβολής – από τον κόσμο της εργασίας.  Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι όσο βαρυφορτωμένο κι αν είναι το πρόγραμμα ενός μαθητή ή ακόμα και φοιτητή, το σκεφτόμαστε και είναι κάτι ξέχωρο ή διαφορετικό από την εργασία, ενέχει το στοιχείο της αποφυγής ή της αναβολής της πλήρους, βιοποριστικής, “κανονικής” εργασιακής ζωής,

Ακόμα λιγότερο αμφισβητήσιμο είναι το ότι η σχολική και φοιτητική περίοδος του ανθρώπου – που συμπίπτουν με την παιδική, εφηβική και πρώτη νεανική ηλικία του – εξακολουθούν να θεωρούνται ή να “συγχωρούνται” ως περίοδοι αναζήτησης, δοκιμών, αμφιβολίας και ενασχόλησης με τον εαυτό ως προτεραιότητα. Είναι οι περίοδοι που το βάρος της εξασφάλισης των προς το ζην δικαιολογημένα, εύλογα (και ευτυχώς) αφορά άλλους, όχι το ίδιο το άτομο – αναλαμβάνονται από τους γονείς και την κοινωνία μέσω των θεσμών της, που επενδύουν (χωρίς εισαγωγικά) στο νέο άτομο.

Αυτή η περίοδος αναζήτησης στην πράξη υλοποιείται μέσα από μια σειρά καταστάσεων που αυτονόητα συνδέουμε με το σχολικό και το πανεπιστημιακό περιβάλλον.  Τα τελευταία για τη μεγάλη πλειοψηφία είναι τα μόνα πλαίσια στη ζωή του ανθρώπου που το να έχεις απορίες, το να μην ξέρεις, το να ζητάς διαρκώς βοήθεια, το να ασχολείσαι με το να γνωρίζεις τον κόσμο και τον εαυτό  σου μέσα σε αυτόν, το να ασχολούνται οι άλλοι μαζί σου, όλα αυτά όχι απλώς είναι ανεκτά, αλλά ενθαρρύνονται, υποβοηθούνται, υποστηρίζονται ενεργά και τα πάντα είναι δομημένα για να τα εξυπηρετούν.   Αυτά είναι τα πλαίσια που κοινωνικά προορίζονται για τη βασική μάθηση και την ωρίμανση του ανθρώπου – η επιθυμία να παραμείνει κανείς σε αυτά  πέρνα του κοινωνικά ανεκτού ορίου ηλικίας αντιμετωπίζεται ακριβώς ως παιδαριώδης, ξένη προς τον κόσμο των ενηλίκων.

Στα Μεσαιωνικά Πανεπιστήμια, τους θεσμούς πάνω στους οποίους παρά τις πάμπολλες μεταρρυθμίσεις βασίζονται και τα σημερινά σχολεία και πανεπιστήμια, οι λόγιοι είχαν ένα περίεργο τίτλο: “περιττοί και ελλόγιμοι”.  Ελλόγιμοι ως κάτοχοι του λόγου… αλλά και περιττοί, με την έννοια του διαχωρισμού και της σκόπιμης αποστασιοποίησης από τον κόσμο, της μη άμεσης εμπλοκής τους με την παραγωγή που χτίζει αυτόν τον κόσμο.  Προνομιούχος και προφυλαγμένος χώρος το πανεπιστήμιο σε σχέση με την εργασία,  οι εντός του είχαν το παράξενο έργο να προσπαθούν να κατανοήσουν με τρόπο θεωρητικό τον κανονικό κόσμο, αποστασιοποιούμενοι από αυτόν.

Κατάθλιψη: μια επώδυνη σχόλη;

Μπορούμε εδώ να κάνουμε πλήρη τον κύκλο, και να σκεφτούμε την κατάθλιψη ως μια επώδυνη σχόλη:

Μια κατάσταση ακριβώς που ο άνθρωπος αισθάνεται τον εαυτό του περιττό στον κόσμο, βάρος και φορτίοΜια κατάσταση που τη σκέψη του ανθρώπου χαράσσουν διαρκώς οι πιο βαθιές αμφιβολίες και προβληματισμοί για τον κόσμο, για τη συνεισφορά – και κατ’ επέκταση τη θέση  – του σε αυτόν.  Μια κατάσταση στην οποία κανείς απολαμβάνει τη θλιβερή πολυτέλεια, αλλά παρ’ όλ’ αυτά πολυτέλεια, της αδράνειας, της αποκοπής από την πρακτική και ενεργητική πλευρά του εαυτού, της εγκατάλειψης του εαυτού στα χέρια της τύχης, της θλίψης και τελικά στα χέρια των άλλων.

Σε αντίθεση με την “φυσιολογικότητα” αυτών των καταστάσεων στη σχόλη, το σχολείο και  τις σχολές της παιδικής και νεανικής ηλικίας, η κοινωνία μας προσδιορίζει ως παθολογία την καταθλιπτική συμπτωματολογία.  Στην ενήλικη ζωή αυτό το αναγκαστικό διάλειμμα δεν απολαμβάνει της ανοχής παρά μόνο ως παθολογικό.

Για τον ίδιο τον άνθρωπο ως πρόσωπο, το συναίσθημα δε μπορεί να παρά να είναι αυτό της θλίψης, μιας και σε αντίθεση με την παιδική, εφηβική και νεανική ηλικία, τώρα η απόσταση και η αναθεώρηση βιώνονται και αντιμετωπίζονται όχι ως βήματα στη διαμόρφωση του ίδιου ως προσώπου, αλλά ως οι απολήξεις μιας πορείας στιγματισμένης από την αποτυχία και την αδυναμία.   Την αδυναμία ακριβώς να προχωρά κανείς έχοντας αφήσει πίσω του – στο προσωπικό του παρελθόν – όλους αυτούς του προβληματισμούς και τις αμφιβολίες.  Την αδυναμία κάνεις να πλάσει στην πορεία της ωρίμανσης μια προσωπικότητα ικανή να αντιπαρέρχεται ακόμα και τα πιο ισχυρά χτυπήματα – εκλυτικά γεγονότα στην κλινική γλώσσα – παραμένοντας στην ενεργητική, πρακτική και πραγματική πλευρά της ζωής.

Συχνά γίνεται λόγος για το “Πανεπιστήμιο” ή το “Σχολείο της Ζωής”.   Αυτό που συνήθως δε συνειδητοποιούμε είναι ότι το Πανεπιστήμιο δεν είναι απλά κάτι που χαρίζει τη γνώση αλλά και κάτι που ανέχεται την άγνοια. Στην πραγματική ζωή, όμως, η άγνοια δε συγχωρείται και η αποτυχία δεν έχει επανεξέταση – ή μάλλον έχει, αλλά το τίμημα είναι η θλίψη. Αν ο άνθρωπος δεν είναι ικανοποιημένος με τη ζωή του, αν η πορεία του δεν είναι αυτή που θα ήθελε να είναι, αν αισθάνεται χαμένος και αν οι απαντήσεις που έχει στις ερωτήσεις που ο ίδιος θέτει δεν τον καλύπτουν, δε μπορεί παρά να θλίβεται.   Και αν αυτή η μη ικανοποίηση γίνει η ίδια του η ζωή, δε μπορεί παρά να καταθλίβεται.

Οι άνθρωποι που σε προχωρημένη ηλικία δηλώνουν ότι έχουν βγάλει το “πανεπιστήμιο της ζωής”, στην πραγματικότητα λένε ότι έχουν παλέψει με μεγάλα κύματα, ότι έχουν βιώματα που τους  ανάγκασαν να σκεφτούν, να αναθεωρήσουν, και να προχωρήσουν μπροστά.  Ανάμεσα σε αυτά τα κύματα το καταθλιπτικό βίωμα συνήθως ήταν παρόν, παράλληλο ψυχικό σύμπαν προς το σύμπαν των υποχρεώσεων και των στρατηγικών επιβίωσης που είχαν να ακολουθήσουν, μιας και δεν είχαν τη μη-επιλογή της κατάθλιψης ως απόσυρσης.

Για όλους όσους ακόμα φοιτούμε στο “πανεπιστήμιο της ζωής” του σήμερα, αυτό που μπορούμε να πούμε είναι ότι αυτό το “πανεπιστήμιο” έχει γίνει εξαιρετικά εντατικό. Οι “εξετάσεις” που η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου δίνει είναι απανωτές, ιδιαιτέρως απαιτητικές και το “πρόγραμμα σπουδών” εξαιρετικά ρευστό.   Ο ελεύθερος χρόνος, η σχόλη, είναι αγαθό εν ανεπαρκεία καθώς οι άνθρωποι υποχρεώνονται ακόμα και εκτός δουλειάς να συζητούν, να σκέφτονται και τελικά να πράττουν σύμφωνα με τις απαιτήσεις της δουλειάς ή των “κοινωνικών υποχρεώσεων”.   Οι ιλιγγιώδεις ρυθμοί της καθημερινότητας και η ρευστότητα στις κοινωνικές σχέσεις αποκρούουν διαρκώς τη σκέψη του ανθρώπου για τον εαυτό του.  Η παραμονή στην επιφάνεια των κοινωνικών σχέσεων είναι αναγκαία για την επιβίωση.  Η καταβύθιση σε άλλα επίπεδα συγγενεύει πάντα με αυτό που επισήμως λογίζεται ως παθολογία.

Όσοι άνθρωποι υποφέρουν από κατάθλιψη έχουν με ένα τρόπο τσακιστεί από το “πανεπιστήμιο” της ζωής και έχουν υποκύψει στην ψυχική αναγκαιότητα της βύθισης στον εαυτό. Τα μαθήματα και τα παθήματά της ζωής αποδείχτηκαν πιο δυνατά από τους ίδιους ή αταίριαστα για τους ίδιους – αλλά σε μια κοινωνία σαν τη δική μας το βάρος πέφτει πάνω τους, και όχι σε αυτά που είχαν να αντιμετωπίσουν ή μεταξύ των οποίων μπορούσαν να επιλέξουν.    Ακόμα κι αν είναι «επιτυχημένοι κοινωνικά», είναι σαφές ότι κάτι κάπου για τους ίδιους ως πρόσωπα και όχι ως κοινωνικές μάσκες, κάτι είναι στραβό, κάτι όχι μόνο πήγε στραβά αλλά δίνει και την εντύπωση ότι έχει στραβώσει αμετάκλητα.

Η ακαμψία αυτή είναι η δυσκολία της κατάθλιψης, είναι οι φαύλοι κύκλοι της, το βαρύ φορτίο της, η απουσία προοπτικής της.  Είναι, όμως, και η πρόκληση ώστε κάτι να βγει μέσα από την κατάθλιψη, κάτι που να είναι η προσωπική απόκριση του καταθλιπτικού όχι μόνο στην καταθλιπτική συμπτωματολογία αλλά στην πορεία ζωής του. Είναι και η πρόκληση για τον κλινικό να συμπορευτεί με τον καταθλιπτικό σε μια προσωπική πορεία που η οδύνη της δεν μπορεί να είναι ξένη – και γι΄ αυτό μπορεί μόνο να είναι κοινή.

Είναι μια διαδικασία παιδευτική σε μια εποχή που οι δυνατότητες του ανθρώπου να χαρεί τη σχόλη και να απαντά με το δικό του αταλάντευτο τρόπο στη ζωή ως ερώτημα έχουν πιεστικά λιγοστέψει.

Σταύρος Ψαρουδάκης

Advertisement
No comments yet

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: