Θεραπεία Μέσω της Τέχνης
Το γεγονός ότι η τέχνη αποτελεί έναν σημαντικό παράγοντα προαγωγής της υγειάς επιβεβαιώνεται όλο και περισσότερο από τα αποτελέσματα εκτεταμένων ερευνών για την εύρεση νέων και αποτελεσματικών θεραπευτικών μεθόδων στους κόλπους της μοντέρνας ιατρικής και ψυχολογίας. Αν γυρίσουμε πίσω στην ιστορία, θα βρούμε στους πρώτους πολιτισμούς στοιχειά και μαρτυρίες που συνηγορούν στην χρήση της τέχνης και των αισθητικών στοιχειών ως θεραπευτικά μέσα. Βιβλικές έρευνες αποκαλύπτουν πως ο Δαβίδ προσπάθησε να θεραπεύσει την κατάθλιψη του βασιλιά Ραούλ παίζοντας του άρπα. Οι αρχαίοι Έλληνες φυσιολόγοι (Κέλσιος, Ασκληπιάδης) πρότειναν μουσική και απαγγελίες ως θεραπεία επιλογής στην αντιμετώπιση της μελαγχολίας.
Στην έλευση των μοντέρνων καιρών, και με την εμφάνιση της νοσοκομειακής περίθαλψης για τους ψυχικά πάσχοντες εμφανίστηκε η εργασιοθεραπεία ως πρακτική και θεραπευτική διαδικασία. Σε αυτό το πρωταρχικό στάδιο δεν δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις δυνατότητες της τέχνης και της αισθητικής. Όμως από τις αρχές του 19ου αιώνα άρχισαν να εμφανίζονται τα πρώτα δείγματα αξιοποίησης της τέχνης – κυρίως μέσα από την μουσική – θεραπευτικά[1]. Παράλληλα, αυτοί που ασχολούνταν με παιδιά με νοητικές δυσκολίες άρχισαν να αναγνωρίζουν την ανάγκη ολιστικών προσεγγίσεων στην εκπαίδευση τονίζοντας τα κίνητρα που δημιουργούνται μέσω της αξιοποίησης της τέχνης και της αισθητικής[2]. Σταδιακά πολλά ιδρύματα για ψυχικές διαταραχές, άρχισαν να συμπεριλαμβάνουν στην καθημερινή τους λειτουργία προγράμματα εργασιοθεραπείας, μερικά από τα οποία εισήγαγαν δραστηριότητες που σχετίζονταν με την αισθητική και την χειροτεχνία (Harms, 1975).
Με βάση τα παραπάνω δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η αισθητική εμπειρία αποτέλεσε αντικείμενο επιστημονικής μελέτης της πειραματικής ψυχολογίας σχεδόν από την πρώτη στιγμή της εμφάνισης της στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο Wundt, καθηγητής φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο του Leipzig, δημιούργησε το πρώτο εργαστήριο πειραματικής ψυχολογίας βασιζόμενος στις επιστημονικές έρευνες φυσιολόγων όπως ο Fechner και ο Von Heilmholtz για την μελέτη των αισθητικών αντιδράσεων. Για παράδειγμα, ο Fechner έδειχνε σε υποκείμενα αυθεντικά έργα τέχνης ή ειδικά διαμορφωμένα σχήματα και τους ζητούσε να υποδείξουν τις προτιμήσεις τους (Crozier & Chapman 1983). Η πειραματική αυτή συνθήκη θα μπορούσε κανείς να πει ότι αποτέλεσε, τρόπον τινά, έναν από τους προδρόμους για την σύνδεση της καλλιτεχνικής έκφρασης των «ασθενών» με την διάγνωση της «παθολογίας» τους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες απόπειρες σύνδεσης συγκεκριμένων παθολογικών καταστάσεων με τις αντίστοιχες αισθητικές εκφράσεις σε μια ευρύτερη προσπάθεια κατανόησης της ανθρώπινης παθολογίας. Στην αρχή, διακεκριμένοι «ψυχοπαθολόγοι» μεταξύ των οποίων ήταν και ο E. Kraeplin και ο E. Bleuler χρησιμοποίησαν την ίδια την καλλιτεχνική έκφραση των «ασθενών» τους για να διαγνώσουν την παθολογία τους (Harms, 1975). Η κίνηση αυτή αποτέλεσε αφορμή για την συστηματική ανάπτυξη διαγνωστικών μεθόδων, γνωστών στις μέρες μας ως προβολικά και θεματικά τεστ, που αποτέλεσαν τόσο αντικείμενο κριτικής όσο και πηγή ενός νέου ψυχοθεραπευτικού ρεύματος, της θεραπείας μέσω τέχνης.
Στον αντίποδα της κριτικής της θεραπείας μέσω τέχνης ως ψυχολογοποιητικού μηχανισμού βρίσκονται υποστηρικτές της όπως ο Kris και ο Jung που εστιάζουν στην μετάφραση της ψυχοπαθολογίας ως δημιουργικής έκφρασης (Richman, 1977). Παρόλα αυτά, η μετάβαση από την χρήση της τέχνης ως διαγνωστικής μεθόδου στην αυτούσια ύπαρξή της ως θεραπευτική διαδικασία αποτέλεσε μια «πολυσχιδή» διαδικασία μέσα από την οποία αναδύθηκε πλήθος θεραπευτικών απόψεων και προσεγγίσεων.