Μετάβαση στο περιεχόμενο

Για τον αγώνα των γυναικών για λίγο «έξω από το σπίτι»

3, Ιουλίου, 2020

Για τον αγώνα των γυναικών για λίγο «έξω από το σπίτι»

 

για τις γυναίκες

 που αγωνίστηκαν και αγωνίζονται

 μέσα και έξω από τα σπίτια

 για την επιβίωσή τους

 

Σκέφτομαι τις γυναίκες[1]. Σκέφτομαι τις γυναίκες στο «έξω από το σπίτι τους». Σκέφτομαι τις γυναίκες στον δημόσιο χώρο. Σκέφτομαι εμάς.

Θυμάμαι[2] τη γιαγιά μου που δεν χώραγε στην αυλή της και έβγαινε με την καρέκλα της στο πεζοδρόμιο, μισού μέτρου, έξω ακριβώς από το σπίτι της και καθόταν. Κοίταγε, αναπολούσε, περίμενε, δεχότανε. Έπειτα συζητούσε. Στο ίδιο πεζοδρόμιο χωρούσε και άλλη μία ακόμα, ή άλλες δύο ή τρεις – μαζί με εκείνην που στεκόταν όρθια με το ένα πόδι στον δρόμο και το άλλο στο πεζοδρόμιο. Δεν τους έλειπε το καφενείο. Το καφενείο ήταν για τους άντρες. Εκείνες είχαν το πεζοδρόμιο και λίγο δρόμο. Στο πεζοδρόμιο δεν έπαιζαν χαρτιά, και δεν μίλαγαν παρεπιμπτόντως. Μίλαγαν επί τούτου. Έχτιζαν την γνώση για τις εαυτές τους και τον κόσμο. Ανάτρεφαν τις ψυχές τους. Πρόσφεραν βοήθεια. Οργάνωναν την πολιτική τους. Δεν είχαν τηλέφωνο. Την τελευταία φορά που την είδα πριν πεθάνει καθόταν και πάλι με την ξύλινη καρέκλα της στο πεζοδρόμιο. Την προσπέρασα βιαστικά. Σχεδόν δεν την χαιρέτησα. Βιαζόμουν να σηκώσω το τηλέφωνο. Ακόμα δεν είχαμε κινητά. Δεν είχαμε αναγνώριση κλήσης.

Σκέφτομαι τη μητέρα μου. Για τη μητέρα μου το μεγάλωμα σήμαινε σπίτι, εκπαίδευση στο νοικοκυριό – αυτο ήταν το κυρίως παιχνίδι. Το πεζοδρόμιο και ο δρόμος ήταν για τα αγόρια, τα αδέρφια της. Ήταν τυχερή που είχε και λίγο βεράντα και λίγο αυλή, και έτσι έμαθε να αγαπάει και να φροντίζεί και άλλους, αμίλητους, ζωντανούς οργανισμούς, τα λουλούδια. Άλλωστε όλοι της έδειχναν πως μια γυναίκα είναι καλό να μαθει να μοιάζει με κάποιο από αυτά. Θυμάμαι τη μητέρα μου μεγαλώνοντας, όταν πια έγινε γυναίκα και μητέρα και έπρεπε να δείχνει ότι έμαθε να φροντίζει τους άλλους και το σπίτι, να μην μπορεί να περιορίσει τη φροντίδα της στους τέσσερις τοίχους του σπιτιού – στα «ντουβάρια» όπως συνήθιζε να λέει. Ήθελε και λίγο δρόμο και λίγο πεζοδρόμιο. Έδινε μάχη σχεδόν για να μπορει να φροντίζει για ένα καθαρό «γύρω-γυρω από το σπίτι». Έπαιρνε, λοιπόν, τη σκούπα της (εκείνη τη σκούπα που άλλοτε κατείχαν οι μάγισσες) και έφευγε από τα όρια του σπιτιού της. Ακολουθώντας το κράσπεδο του πεζοδρομίου σπιθαμή προς σπιθαμή, έφευγε. Περνούσε από άλλα σπίτια καθαρίζοντας τις «ακαθαρσίες» των λουλουδιών και των δέντρων του δρόμου, χαιρετούσε ευγενικά αν τύχαινε να συναντήσει κάποιον γείτονα και συνόδευε τα ξεραμένα φύλλα μέχρι τα όρια της άλλης γειτονιάς. Εκεί νομίζω μια αμφιβολία πρέπει κάθε φορά να στοίχειωνε τη σκέψη της: «φτάνει μέχρι εδώ ή να συνεχίσω;» Αγωνιούσε μην παραβιάσει τα όρια των άλλων. Αγωνιούσε να είναι σωστή στον χώρο. Ακόμα και αν η εποχή της γυναικείας χειραφέτησης είχε περάσει και από τη χώρα της, ακόμα και αν η μητέρα μου δούλευε αρκετές ώρες την ημέρα, δεν έβγαινε συχνά έξω. Δεν έβγαινε με τις φίλες της για καφέ. Κάποιος την κράταγε στο σπίτι και στο «γυρω-γύρω». Η μητέρα μου είχε σταθερό τηλέφωνο. Τους δικούς της ανθρώπους τους άκουγε εκεί. Της έλειπαν συχνά. Ίσως γι’αυτό να της έλειπαν. Γιατί μόνο τους άκουγε. Δεν τους άγγιζε, δεν τους μύριζε, δεν τους αγκάλιαζε – όσο κι αν το ήθελε. Η μητέρα μου άργησε πολύ να αγοράσει και να μάθει το κινητό τηλέφωνο. Τον υπολογιστή ακομα δεν τον ξέρει. Την εποχή της καραντίνας έμαθε κάπως τη βιντεοκλήση. Μία από τις τελευταίες φόρες που της μίλησα με θύμωσε όταν ξαφνικά μου είπε ότι πήρε για πρώτη φορά smartphone και δεν ξέρει ούτε τι μάρκα είναι ούτε πώς να τηλεφωνήσει.

Σκέφτομαι εμένα. Μεγάλωσα σε γειτονιά επαρχιακής πόλης. Ακόμα και αν εκπαιδεύτηκα άρτια σε πολλά από τα στερεότυπα τα σχετικά με το φύλο μου, έμαθα να παίζω στη γειτονιά μέχρι αργά το βράδυ, να πηγαίνω στα φανερά ή στα κρυφά σε άλλες γειτονιές, να τρέχω, να φωνάζω από τον δρόμο στις φίλες μου να βγούν για να συναντηθούμε αντί να χτυπήσω το κουδούνι. Από την εφηβεία και μετά έμαθα στο τηλέφωνο. Ήταν ο μόνος τρόπος να διατηρήσω σχέσεις εξ’αποστάσεως. Ήταν ο μόνος δρόμος για να περάσω τα σύνορα της πόλης ή της χώρα χωρίς να μετακινηθώ. Δεν υπήρχε η Ryanair και τα εισιτήρια ήταν γενικά κάτι που κόστιζε. Όχι πως το τηλέφωνο ήταν φθηνό αλλά η μετακίνηση από πόλη σε πόλη και από χώρα σε χώρα ήθελε και άλλες ευκολίες, ήθελε να υπάρχουν και άλλοι λόγοι. Σιγά σιγά βρήκα και τους λόγους, και τους σκοπούς και τα μέσα υπέρβασης των συνόρων. Και παράλληλα αποφάσισα ότι οι σχέσεις, ακόμα και εκείνες εξ αποστάσεως, δεν χτίζονται με το τηλέφωνο. Θέλουν άγγιγμα, εγγύτητα σωματική, συνεύρεση με συχνότητα που να χωράει σε κάποια καθημερινότητα, ελευθερία λόγου και κινήσεων που δεν χωράει στο ακουστικό και στην οθόνη. Κατάλαβα ότι οι σχέσεις θέλουν επαφή στον χώρο. Οι σχέσεις θέλουν να έχουν και σπίτι.

Λίγο μεγαλύτερη, όταν ξαναγνώρισα την έμφυλη καταπίεση και τη βία που γεννιέται στις έμφυλες σχέσεις, θυμήθηκα πολλές φορές τη μητέρα μου και τη γιαγιά μου. Πόσο σωτήριο μπορεί να ήταν αυτό το «γύρω-γύρω από το σπίτι», αλλά και ο λίγος έστω δρόμος. Με τη γιαγιά μου δεν πρόλαβα να μιλήσω γι’ αυτήν της τη σωτηρία. Με τη μητέρα μου μίλησα πρόσφατα. Τα λόγια των υπολοίπων από εμάς αντηχούν μέσα μου, ακόμα και αν δεν μιλήσαμε ποτέ.

Τα ίδια λόγια σε παραλλαγές. Η ίδια ανάγκη μετακίνησης και φυγής από το σπίτι.

«Τις  φορές που το σπίτι «έπιανε φωτιά» το τηλέφωνο δεν αποτελούσε κανενός είδους λύση. Έπρεπε να βγω «έξω από το σπίτι». Ακόμα και αν διακινδύνευα τη δυνατότητά μου να ξαναγυρίσω σε αυτό, την πιθανότητα να βρω την πόρτα κλειδωμένη. Το «έξω από το σπίτι» είχε το μπαλκόνι, τον διάδρομο του ορόφου, τα σκαλιά της πολυκατοικίας, τους δρόμους αναμεσα σε άλλα σπίτια, τον δρόμο για το σπίτι της φίλης μου, τον δρόμο για το μπαρ που δουλευε η κολλητή μου. Αυτό το «έξω από το σπίτι» είχε μία προθετικότητα ανομολόγητη πολλές φορές και σε εμένα την ίδια. Σαν να μην ήθελα να ξέρω «για πού το ‘βαζα» – ή μήπως «με ποιον τα ‘βαζα». Όχι, ποτέ δεν σκέφτηκα τον δρόμο για το αστυνομικό τμήμα.

Όμως, ειλικρινά, είμαστε τόσες πολλές, η καθεμιά με μια ιδιαίτερη παραλλαγή της ίδιας μονότονης ιστορίας με τον τίτλο «έμφυλη καταπίεση και βία» που δεν θα μπορούσα να περιμένω , κοινή, πρώτη τουλάχιστον, άμυνα σε αυτό το «μέσα στο σπίτι». Γιατί και πριν την καραντίνα ήταν γνωστό ότι για πάρα πολλές γυναίκες το «φεύγω από το σπίτι» δεν ήταν δεδομένο, δεν ήταν εύκολο, δεν ήταν προσβάσιμο, δεν ήταν καν ορατό πολλές φορές. Με άλλα λόγια, το «φεύγω από το σπίτι» μπορεί να μην αποτελούσε δυνατότητα εμπρόθετης σωματικής ή ψυχικής επιβίωσης και ρήξης με καταστάσεις υποτίμησης, εκμετάλλευσης, εγκλωβισμού, κακοποίησης, τραυματισμού, πόνου και κινδύνου. Το «φεύγω από το σπίτι» για πολλές από εμάς δεν έχει αυτοκίνητο να μας περιμένει, χρήματα στην τράπεζα, δουλειά που να πληρώνει. Το «φεύγω από το σπίτι» για πολλές από εμάς έχει, επίσης, παιδιά – πολύ συχνά όχι μόνο ένα ή δύο – και συνοδεύεται από τον φόβο του «κρυφτού» και του «κυνηγητού», από τον τρόμο του ρατσισμού, του σεξισμού, της βίας ή και της μοναξιάς στο «έξω απο το σπίτι». Γιατί και το «έξω από το σπίτι» δεν ήταν ποτέ ασφαλές για τις γυναίκες. Γιατί ο δημόσιος χώρος ήταν και είναι ακόμα για τις γυναίκες προλετάριες πεδίο διεκδίκησης. Γιατί, όπως και ο δημόσιος λόγος, ο δημόσιος χώρος ήταν και είναι για τις περισσότερες γυναίκες πεδίο διακινδύνευσης και χειραφέτησης μαζί.

Οι γυναίκες, μέσα και έξω από τα σπίτια που ζουν και δουλεύουν, αιώνες τώρα, συχνά «νοσούν» σωματικά και ψυχικά. Πονάνε, κινδυνεύουν και πολύ συχνά δεν καταφέρνουν να επιβιώσουν σώες και αβλαβείς. Τα βιώματα αυτά, ιστορικά, έχουν ψυχολογιοποιηθεί και ψυχιατρικοποιηθεί με πολλούς τρόπους. Όμως, η δυσφορία, ο ψυχικός και σωματικός πόνος των γυναικών, έχει έμφυλα χαρακτηριστικά, έχει αίτια κοινωνικά και πολιτικά. Και για την αντιμετώπιση αυτών των αιτιών δεν φτάνει – φυσικά – η άρση των μέτρων περιορισμού των μετακινήσεων. Χρειάζονται ατομικές και συλλογικές διαδικασίες ενδυνάμωσης και αγώνες επαναπροσδιορισμού των αξιών, των λόγων, των δομών και των εξουσιών, που με μία λέξη ονομάζονται «πατριαρχία».

 

Γιούλη Τσίρτογλου

κλινική ψυχολόγος

 

[1]Θα ήθελα να σημειώσω, αν και πολύ πιθανό να είναι σαφές ήδη, ότι σε καμία περίπτωση δεν θεωρώ ότι οι υποκειμενικότητες των γυναικών στις οποίες αναφέρομαι εδώ μπορούν να περιοριστούν στις σκηνές και στα νοήματα που περιλαμβάνονται σε αυτό το κείμενο. Δυστυχώς ή ευτυχώς η ζωή δεν μπορεί να περιοριστεί σε τόσα λίγα νοήματα.

[2]Οι παρακάτω αφηγήσεις γράφτηκαν στη σύζευξη μεταξύ προσωπικής και συλλογικής μνήμης, και ως τέτοιες θα ήθελα να διαβαστούν.

Advertisement
No comments yet

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: