Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λίγα λόγια ν΄αγαπιόμαστε…

27, Μαρτίου, 2020

Λίγα λόγια να αγαπιόμαστε…

Γιούλη Τσίρτογλου, κλινική ψυχολόγος

 Συχνά, όταν η πραγματικότητα μας ξεπερνά γεννιέται ένα μεγάλο ερώτημα: να μιλήσω;

Οι άνθρωποι μιλάνε. Αδιαμφισβήτητα αυτό είναι κάτι που τους χαρακτηρίζει. Πολύ συχνά, δε, είναι και αυτό που τους ορίζει, τους καθορίζει, τους περιορίζει. Οι άνθρωποι και οι κοινωνίες τους διαμορφώνουν λόγους και οι λόγοι αυτοί με την σειρά τους διαμορφώνουν τους ανθρώπους και πάει …λέγοντας.

Οι άνθρωποι μιλάνε και οι ψυχολόγοι – οι θεραπευτές και οι θεραπεύτριες – ακούνε…και μετά μπορεί να μιλήσουν και αυτοί/ες. Και τότε ο λόγος τους έχει μια ειδική βαρύτητα γιατί διατυπώνεται από την θέση του ειδικού. Του ειδικού σε ζητήματα σχέσεων, σε ζητήματα που αφορούν τους ανθρώπους, σε ζητήματα που αφορούν τον συναισθηματικό πόνο, την δυσφορία, τα βάσανα, την κοινωνία…και ξαναπάει λέγοντας.

Έτσι, ο λόγος της ψυχολογίας δυναμώνει και δυναμώνει και δυναμώνει…και ξεπηδάει καθημερινά από δω και από κει. Πολλές φορές εκεί που δεν το περιμένεις, πολύ συχνά εκεί που δεν τον σπέρνουν.  Οι ψυχολόγοι/ες, έτσι, μαθαίνουν ότι μπορούν να μιλάνε με τον ψυχολογικό τους λόγο, για πολλά πράγματα που αφορούν τους ανθρώπους. Ίσως να νομίζουν ότι μπορούν να μιλάνε για όλα. Και δεν είναι λίγες οι φορές που ανοίγουν το στόμα τους και λένε, λένε, λένε…και δεν ξέρουν τι λένε, αλλά και δεν σταματούν να λένε…και φυσικά ξαναπάει λέγοντας.

Η κυρίαρχη ψυχολογία, όμως, – και πολλοί ψυχολόγοι μαζί της – δεν μιλούν απλά. Η κυρίαρχη ψυχολογία, ψυχολογιοποιεί. Ο κυρίαρχος λόγος της ψυχολογίας κατασκευάζεται έτσι ώστε να μεταμορφώνει τα πάσης φύσεως πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα σε ψυχολογικά. Σε ζητήματα, δηλαδή, που χρήζουν ψυχολογικής ανάλυσης, σε ζητήματα για τα οποία πρέπει οι ψυχολόγοι/ες να μιλήσουν, σε ζητήματα που έχουν να δώσουν στους/ις ψυχολους/ες και άλλη ειδημοσύνη, και άλλη ισχύ, και άλλη εξουσία, και άλλα υλικά συμφέροντα….και πάλι πάει λέγοντας.

Σπουδάζοντας ψυχολογία στην κλινική της μορφή, ψυχοθεραπεία δηλαδή, μαθαίνουμε ότι η πολιτική είναι κάτι το οποίο παραδοσιακά δεν πρέπει να μιλιέται στην συνεδρία. Είναι, όπως λένε κάποιοι, «θόρυβος».  Είναι πολύ πιο πιθανό να ακούσεις την λέξη «ευνουχισμός» σε μια συνεδρία παρά την λέξη «ρατσισμός» ή «καπιταλισμός». Λέξεις και φράσεις, δε, όπως «εργατική τάξη», «ταξικός ανταγωνισμός», «προλεταριάτο», «φεμινισμός», και άλλες πολλές τέτοιου είδους θεωρούνται απαγορευμένες. Η ψυχοθεραπεία δεν θέλει να έχει παραδοσιακά καμία ρητή σχέση με την πολιτική, σαν να μην έχουν να πουν τίποτα μεταξύ τους. Άλλωστε, οι «κανονικοί/ες» θεραπευτές και οι θεραπεύτριες πρέπει να μπορούν να βάζουν στην άκρη πολιτικές πεποιθήσεις και να εστιάζουν στον άνθρωπο. Οι θεραπευτές και οι θεραπεύτριες – αν θέλουν να λογίζονται ως «κανονικοί/ες» – πρέπει και να φαίνονται πολιτικά ουδέτεροι και να ξέρουν να ουδετεροποιούν τις πολιτικές αποχρώσεις στον λόγο των θεραπευόμενων. Και αν αυτή η ουδετεροποίηση – η πολιτική εξουδετέρωση δηλαδή – δεν πιάσει, πρέπει να λένε: «εδώ ήρθατε να μιλήσετε για εσάς, (όχι για την κοινωνία και την πολιτική)».

Οι ψυχολόγοι/ες, σπουδάζοντας το κυρίαρχο παράδειγμα της ψυχολογίας, δεν μαθαίνουν να μιλάνε για την πολιτική πολιτικά. Οι ψυχολόγοι εκπαιδεύονται να μιλάνε για την πολιτική ψυχολογικά και να μετατρέπουν πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα σε ατομικά. Αυτό, βέβαια, όπως είπαμε δεν μειώνει καθόλου την διάθεσή τους να μιλούν ή την βεβαιότητά τους ότι ξέρουν να μιλούν για πολιτικά ζητήματα ή ότι πρέπει να μιλούν για αυτά ως ψυχολόγοι.

Οι ψυχολόγοι/ες, ως αυτοί που εφαρμόζουν την ψυχολογία, συστηματικά παραγνωρίζουν, συσκοτίζουν, αποκρύβουν, αγνοούν (…και πάει λέγοντας) το ότι «η ψυχολογία είναι πολιτική με άλλα μέσα». Η ψυχολογία είναι πολιτική με άλλα μέσα όχι μόνο γιατί χρόνια τώρα η κυρίαρχη μορφή της πορεύεται χέρι-χέρι με το κεφάλαιο, τον πόλεμο, την ομοφοβία, τον ρατσισμό, τον σεξισμό ή τον φασισμό αλλά και γιατί οι ίδιοι οι ψυχολόγοι και οι ψυχολόγες μπορεί να είναι ρατσιστές, σεξιστές, φασίστες, πολεμόφιλοι ή ομοφοβικοί και άρρητα να αναπαράγουν τους διάφορους αντίστοιχους λόγους σε ό,τι κάνουν και λένε.

Όταν, όμως, η πραγματικότητα μας ξεπερνά, όπως τώρα με την τόσο ωμή και βίαιη ρατσιστική κρατική και παρακρατική αντιμετώπιση των μεταναστών και των μεταναστριών στα σύνορα, είναι γιατί δεν πρόκειται για μία ψυχολογική πραγματικότητα, αλλά για την πραγματικότητα καθεαυτή, που πρώτα και κύρια είναι πολιτική και κοινωνική. Τότε είναι που θεωρώ ότι οι ψυχολόγοι/ες καλά θα κάνουν να σταματήσουν να μιλάνε ως ψυχολόγοι ψυχολογικά και να αρχίσουν να μιλούν ως πολιτικά/κοινωνικά υποκείμενα, να σταματήσουν να κρύβονται πίσω από τις διπλωματικές και σχετικοποιητικές επιστημονικές αφηγήσεις του κλάδου τους και να αναλάβουν την πολιτική/κοινωνική ευθύνη που τους αντιστοιχεί. Εν ολίγοις, να πάρουν θέση.

Γιατί, αν είναι μία φορά ταξικοί οι λόγοι που οδηγούν πολλούς και πολλές από τους συναδέλφους και τις συναδέλφισσες να βρουν μια θέση εργασίας στις διάφορες δομές διαχείρισης και πειθάρχισης των μεταναστών και των μεταναστριών, τότε οι λόγοι για τους οποίους θα έπρεπε έμπρακτα να δηλώσουν την ταξική τους αλληλεγγύη απέναντι στην ομάδα στόχο που τους δίνει δουλειά είναι σαφώς πολλαπλάσια. Γιατί, η απελευθέρωση των μεταναστών και των μεταναστριών είναι διαδικασία που περνάει από τις συμπληγάδες των επιστημών του ανθρώπου, είναι δουλειά που συχνά καταπιέζει εργαζόμενους και ωφελούμενους μαζί, γιατί το συμφέρον της χειραφέτησης θα πρέπει να αποτελεί σημείο συνάντησης και κοινής/συλλογικής πολιτικής δράσης των μεν με τους σε. Είναι, δηλαδή, στιγμή ως ψυχολόγοι και ψυχολόγες να σταματήσουμε να δρούμε ως απόγονοι του Φρόυντ, από την ασφάλεια της θεραπευτικής μας πολυθρόνας, και να αρχίσουμε να δρούμε ως υποκείμενα της σύγχρονης εθνοκεντρικής, ρατσιστικής και αντεργατικής μεταναστευτικής πολιτικής. Γιατί η μετανάστευση είναι πράξη κοινωνικής και πολιτικής αναγκαιότητας, επιλέγεται ως δυνατότητα επιβίωσης και απελευθέρωσης, είναι εμπειρία διαχρονικά ταξική, ανέκαθεν πολιτική – παρελθόν, παρόν και μέλλον κοινό για τα παιδιά, τα εγγόνια, τα δισέγγονα… και πάει λέγοντας… της παγκόσμιας και πολυεθνικής εργατικής τάξης.

Γιατί «… ακόμα και, οι ρατσιστικές δράσεις πρέπει να θεωρηθούν ως θεμελιωμένες στα συμφέροντα ζωής των ατόμων, όπως τα αντιλαμβάνονται από την θέση τους. Η ρατσιστική τους ποιότητα προκύπτει από την συγκεκριμένη «κατάσταση των προϋποθέσεων», από τον συγκεκριμένο τρόπο μέσω του οποίου τα κρατικά ρατσιστικά στρατηγήματα ως πλαίσια κοινωνιακών νοημάτων γίνονται προϋποθέσεις υποκειμενικά θεμελιωμένων δράσεων» (Klaus Holkamp, από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου ‘Μισούμε τους ανθρώπους. Ρατσισμός και ασυνείδητο από την σκοπιά της ψυχανάλυσης και της Κριτικής ψυχολογίας’).

No comments yet

Σχολιάστε