Επαναορίζοντας το ψυχικό σύμπτωμα
Στην κυρίαρχη ψυχιατρική και κλινική ψυχολογική θεωρία τα συμπτώματα αποτελούν ενδείξεις ατομικής ψυχικής δυσλειτουργίας ή ασθένειας και αντανακλούν το μη (φυσιο)λογικό. Μοιάζουν με «όγκο ψυχικών καρκινικών κυττάρων» που πρέπει να αφαιρεθεί, ή κάποιου είδους «ψυχικά περιττώματα» που πρέπει να αποβληθούν ώστε το άτομο – ο φορέας του συμπτώματος –να ρυθμίσει την ατομικότητά του, να γίνει και πάλι λειτουργικό ώστε να μπορεί να συμμετέχει στην κοινωνική κανονικότητα. Είναι, όμως, προφανές – σήμερα περισσότερο από ποτέ ίσως – ότι η μονομέρεια του παραπάνω Λόγου δεν επαρκεί ηθικά αλλά και πρακτικά για την θεραπευτική απάντηση σε ό,τι ακόμα λογίζεται ως σύμπτωμα. Αντίθετα, μας καλεί για νέες αναγνώσεις της ψυχικής πραγματικότητας, για έναν κριτικό αναστοχασμό πάνω στον ορισμό του συμπτώματος.
Το σύμπτωμα, λοιπόν, ετυμολογικά συγγενές της σύμπτωσης, κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι. Δηλαδή, αν και συνήθως μοιάζει ως η χωρίς λόγο και αναίτια παρέκκλιση από την ατομική ευρυθμία είναι μια πολύ καλά δομημένη, μια λογική, σύνθεση που καθόλου τυχαία δεν είναι. Μια σύνθεση νοημάτων (κοινωνικών, προσωπικών, διαπροσωπικών) με την οποία, όμως, πια δεν μπορούμε να ζούμε. Μια σύνθεση νοημάτων που φαίνεται να μη συνάδει με ό,τι θα επιθυμούσαμε να είμαστε, να μην αφήνει να κάνουμε εκείνα που πρέπει ή θέλουμε να κάνουμε, να περιορίζει ή και να καταστρέφει τις σχέσεις μας με τους άλλους. Μια σειρά λόγων, βάσει των οποίων συνεχίζαμε να δρούμε, οι οποίοι μοιάζει να συνέπεσαν και να συντέθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε κάποια από τα νοήματα να ατονούν ή να παραμορφώνονται από το βάρος των υπολοίπων, κάποια να κυριαρχούν και κάποια αν και ακέραια να παραμένουν εγκλωβισμένα.
Υπό αυτό το πρίσμα, το σύμπτωμα είναι κομμάτια λόγου, στίχοι ομιλίας, ή φωνές, οι οποίες ακούγονται (ή δεν ακούγονται) σε εμάς τους ίδιους ή τους άλλους με διάφορες δυναμικές – φωνές δυνατές ή αδύναμες, σιωπηρές, επίμονες, οικείες ή ανοίκειες, ή ακόμα και βουβές. Για να το πω αλλιώς, το σύμπτωμα, ή καλύτερα το βίωμα του συμπτώματος μοιάζει με την κατασκευή ενός καθημερινού ιδιαίτερα απαιτητικού «παζλ», αποτελούμενου από κομμάτια κοινωνικά, προσωπικά και διαπροσωπικά, δηλαδή από συνθήκες, επιλογές, προθέσεις, δράσεις, αλληλεπιδράσεις, δυνατότητες και περιορισμούς που βιώνουμε συμμετέχοντας σε διάφορα πλαίσια της καθημερινότητας. Ένα «παζλ» από εκείνα που τα κομμάτια τους δύσκολα ξεδιαλύνονται ακριβώς λόγω των λεπτών διαφοροποιήσεων στις αποχρώσεις , ακριβώς λόγω του ότι το χρώμα διαχέεται ώστε να συνδέει το ένα κομμάτι με το άλλο δημιουργώντας πολλές φορές την αίσθηση ότι κάποιο κομμάτι ταιριάζει ακριβώς στην θέση κάποιου άλλου. Ξέρουμε, όμως, ότι συνήθως έχουμε πιέσει το εν λόγω κομμάτι – έστω και με μια ανεπαίσθητη αγωνία και συνάμα ελπίδα να ολοκληρώσουμε το παζλ – για να ταιριάξει στην συγκεκριμένη θέση.
Αντίστοιχα, όταν βιώνω ένα σύμπτωμα συχνά νιώθω την «ανάγκη» να πιέσω – η αλλιώς νιώθω την πίεση να βάλω – το προσωπικό κομμάτι στη θέση του κοινωνικού, ή και αντίστροφα, προσβλέποντας στην άμεση επίλυση του αινίγματος του συμπτώματος, στην «θεραπεία» του. Όταν, όμως, το σύμπτωμα είναι μια σύνθεση νοημάτων η θεραπεία του δεν μπορεί να είναι άμεση, δηλαδή γραμμική, αλλά όμως, αντίθετα είναι διαμεσολαβημένη. Διαμεσολαβείται από το «ποιος είμαι εγώ και τι κάνω;», από το «ποιος είναι ο διπλανός μου και τι κάνει;», από το «ποια είναι η κοινωνία και τι κάνει;».
Στη βάση αυτή, το σύμπτωμα ενέχει πρώτ’απ’όλα αντιφάσεις: βασικό χαρακτηριστικό όχι μόνο του κοινωνικοπολιτισμικού μας πλαισίου αλλά και προσώπων που το παράγουν και το αναπαράγουν μέσα από καθημερινό αγώνα για ελευθερία αλλά και όρια, απόλαυση της πολυπλοκότητας των πολλαπλών επιλογών αλλά και συνοχή, εναλλαγή αλλά και σταθερότητα. Αντιφάσεις που πιέζουν, συχνά με την μορφή απαρτιωμένων συμπτωμάτων ακριβώς γιατί στην κοινωνία μας (όπως και σε άλλες δυτικοποιημένες κοινωνίες) κάποιοι λόγοι, κάποια νοήματα, συχνά κυριαρχούν έναντι άλλων δημιουργώντας ένα «κενό» μεταξύ κοινωνίας και ατόμου, με το να συσκοτίζουν δηλαδή τους συσχετισμούς τους.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές ότι ο φορέας του συμπτώματος – πομπός και δέκτης των νοημάτων που το συνθέτουν – δεν είναι μόνο το άτομο, το πρόσωπο αλλά και οι σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους και η κοινωνία ταυτόχρονα. Το σύμπτωμα δεν είναι μόνο προσωπικό αλλά ταυτόχρονα και κοινωνικό. Και αν μέχρι τώρα μιλούσαμε για την κατάθλιψη του διπλανού μας ή την δική μας, σήμερα μπορούμε να μιλάμε για μια κοινωνική κατάθλιψη, για ένα μαζικό άγχος, για μια κοινωνιακή αναζήτηση ορίων μεταξύ όλων των συγκεκριμένων και χρονικά προσδιορισμένων προσώπων: το κάθε πρόσωπο με το δικό του παρελθόν, παρόν και μέλλον και όλα μαζί «ενεργά» συμμετέχοντες στην ίδια ιστορική συγκυρία.
Γιούλη Τσίρτογλου, Κλινική Ψυχολόγος