Μετάβαση στο περιεχόμενο

(Η) οικονομία των σχέσεων – (η) οικονομία στις σχέσεις

28, Μαρτίου, 2013

Εντατικοποίηση της εργασίας και της καθημερινότητας, συρρίκνωση του κοινωνικού βίου , απαιτητικές συνθήκες διαβίωσης, αποξένωση και αλλοτρίωση, διάρρηξη του κοινωνικού ιστού, ευέλικτες σχέσεις, ευκαιριακές σχέσεις, καταναλωτισμός, επιχειρηματικότητα, επισφάλεια, ψυχολογιοποίηση, ανταγωνισμός, αντίσταση, εξέλιξη των τεχνολογιών ………..ο δυτικός μας πολιτισμός.

Σήμερα, το βάσανο της κοινωνικής απομόνωσης γίνεται ολοένα και πιο βαρύ. Ο δεσμός με τον άλλο δεν δυσχεραίνεται “απλά” από τις πάγιες ανάγκες για βελτιστοποίηση του επιπέδου διαβίωσης αλλά και υπαγορεύεται (με τρόπο που συχνά φτάνει να απαγορεύεται) μέσα από την ορθολογικοποίηση του “homo economicus”. Ο homo economicus υπολογίζει και προσαρμόζει κάθε κοινωνική σχέση (και με κάθε λεπτομέρεια) στην ανταλλαγή, στο κόστος και στο όφελος, σαν κάθε σχέση να αποτελούσε μια εμπορική συναλλαγή, και σαν κάθε μέλος της σχέσης να πρέπει να αυτοπροσδιορίζεται ως “επιχειρηματίας του εαυτού του”. Το οικονομικό χρέος της χώρας δεν μετακυλύεται απλά μέσω των φορολογικών και άλλων δηλώσεων στον καθένα πολίτη, αλλά διαμορφώνει μια νέα μορφή σχετίζεσθαι – όπου η παραμικρή δράση και αντίδραση μπορεί να κοστολογηθεί, να χρεωθεί, να πιστωθεί, να αποτελέσει έσοδο ή έξοδο.

Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε τώρα τις επιπτώσεις αυτού σε μια από τις πιο οικείες μας σχέσεις, την ερωτική – την σχέση που κατά κανόνα θέλουμε να συνδέουμε με το πάθος, την έκπληξη, το μη υπαγορευμένο, το αυθόρμητο, το δημιουργικό, το μη υπολογισμένο, την απόλαυση. Με τι όρους κανείς ερωτεύεται εφαρμόζοντας μια «οικονομική λογική» που ξεκινάει από το «δεν δίνω αν δεν πάρω», μεσολαβείται από το «δώσε μου για να σου δώσω» και καταλήγει στο «δεν έχω, δεν πληρώνω»; Τι γίνεται όταν στις πιο οικείες των στιγμών μεταξύ συντρόφων καρποφορεί ο ανταγωνισμός της ελεύθερης αγοράς (λ.χ. έχει αυτό που θέλω να πάρω ή να πάω σε άλλον, ή ακόμα πώς μπορώ να πάρω αυτό που θέλω με το μικρότερο δυνατό κόστος); Τι θα συμβεί αν καθένας από τους συντρόφους βηματίσει στο ερωτικό πεδίο φοβούμενος νάρκες εκμετάλλευσης (λ.χ. μήπως μου ζητήσει αυτό που δεν έχω να δώσω) και υπολογίζοντας τα κόστη ευκαιρίας (λ.χ. όσο είμαι μαζί της χάνω την ευκαιρία μου με τόσες άλλες);

Υπό την οπτική του κάθε “πρώτου προσώπου” καθένας και καθεμία μπορεί να δώσει τις δικές του απαντήσεις, και να μιλήσει για την πράξη του, για τον τρόπο που οργανώνει ή δεν οργανώνει την δράση του, για τους “καλούς λόγους” που σίγουρα έχει για να κάνει ό,τι κάνει. Μιλώντας, όμως, υπό το πρίσμα μιας ψυχοκοινωνικής οπτικής μπορούμε να μιλήσουμε για «κοινούς λόγους” που παράγουν μια “κοινή λογική” στη βάση της οποίας οι σχέσεις διαμορφώνονται από κοινού – δηλαδή από τη συγκέκριμένη δράση του κάθε προσώπου υπό το πρίσμα διαπροσωπικών και κοινωνιακών συνιστωσών.

Υπό αυτό το πρίσμα αυτό που συχνά συμβαίνει ως απότοκο της “οικονομικοποίησης” της σχέσης είναι ένα «τίποτα», ένα «κενό». Ένα εκκωφαντικό και αποστομωτικό «τίποτα» – η έλλειψη στη σχέση με την επιθυμία και την δράση, σε ατομικό ή/και διαπροσωπικό επίπεδο.

Στο “τίποτα” αυτό η έλλειψη φαίνεται να έχει μια διττή σημασία: α) εκείνο που λείπει είναι η ίδια η επιθυμία – η ερωτική, η συντροφική, η προσωπική – η δυνατότητα να επιθυμώ, και να αναγνωρίζώ αυτό που επιθυμώ, και να δρώ ώστε να το διαμορφώνω, και να κινούμαι προς αυτό, χωρίς την απαίτηση ενός πελατειακού “πάρε-δώσε”, β) εκείνο που λείπει (γιατί για να υπάρχει επιθυμία και δράση χρειάζεται κάτι να “λείπει” ώστε να το επιθυμούμε και δρούμε ως προς αυτό) γίνεται αισθητό ως “ματαίωση των δυνατοτήτων” και όχι ως “κινητήτριος δύναμη”. Στη βάση αυτή είναι που το “δεν ξέρω τι θέλω” ή το “δεν παίρνω αυτό που θέλω” εμφανίζεται ως εμπόδιο της δυνατότητάς μου για ανάπτυξη της δράσης μου και όχι ως μοχλός της.

Στο φόντο, δηλαδή, του σύγχρονου πολιτισμού φαίνεται να σχετιζόμαστε λόγω αυτού που αναγνωρίζουμε ότι ο άλλος έχει να δώσει και όχι για την δυνατότητα που “μας ανοίγει” ώστε να επιθυμούμε, να παράγουμε αυτό που επιθυμούμε διαμορφώνοντάς το και να το απολαμβάνουμε. Δηλαδή, σχετιζόμαστε για να πάρουμε το “α” και να το ανταλλάξουμε με το “β” και όχι για να γνωρίσουμε το “α” και το “β” ή το “γ”, να το παράξουμε στο πλαίσιο της σχέσης και έτσι να το απολαύσουμε. Το “δινω” και το “παίρνω” σχετίζονται ως πόλοι μιας ανταγωνιστικής δραστηριότητας και όχι ως κομμάτια μιας συμπληρωματικής δραστηριότητας που είτε ισορροπεί και προάγει την από κοινού δράση είτε όχι. Αυτό σημαίνει πως και στις δύο περιπτώσεις η σχέση μπορεί να προχωρήσει για μικρότερο ή μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, με τα επιθυμητά ή μη αποτελέσματα. Όμως αυτό που διαφέρει είναι η διαδικασία όπου στην πρώτη περίπτωση η σχέση οδηγείται πιο εύκολα με όρους ισχύως (λ.χ. θύτη και θύματος, παιδιού και ενήλικα – όπου οι ρόλοι μπορεί και αυτοί να εναλλάσσονται) παρά με όρους ισότητας και αναγνώρισης.

Στο επίπεδο της εργασίας, αντίστοιχα, αυτό θα σήμαινε την αποξένωση από τα μέσα με τα οποία εργαζόμαστε αλλά και από το ίδιο το αντικείμενο της εργασίας – το να μην αναγνωρίζει δηλαδή κανείς τον εαυτό του (αυτό που είναι ή θα ήθελε να είναι) στην ίδια την διαδικασία της εργασίας, στο περιεχόμενο αυτής ή στο αποτέλεσμά της. Κοινό παράδειγμα στις σύγχρονες κοινωνικές συνθήκες είναι το χάσμα που το μεγαλύτερο μέρος των εργαζομένων αναγνωρίζει ανάμεσα στις εργασιακές διαδικασίες που βιώνει και σε εκείνες με τις οποίες νιώθει ότι θα μπορούσε να αναπτύξει την “ποιότητα της ζωής” του.

Και ας σκεφτούμε τώρα μαζί τι σημαίνει αυτό για την θεραπευτική σχέση – ως μια σχέση από κοινού εργασίας πάνω στην ίδια μας την υποκειμένικότητα, πάνω στα μέσα και τους τρόπους που θεραπευτής και θεραπευόμενος χρησιμοποιούν για την ανάπτυξη αυτού που ονομάζουμε δυναμικό δράσης. Τόσο η επιστημονική βιβλιογραφία όσο και ο κοινός λόγος έχουν συνηγορήσει στο εξής: η έλλειψη των σχέσων (ή οι ελλείψεις στις σχέσεις) οδηγει τους ανθρώπους στον /ην θεραπευτή/τρια για να πάρουν αυτό που τους λείπει – δύναμη, αυτοπεποίθηση, αποδοχή, δεξιότητες, κ.λπ. Αυτό που εννοείται είναι ότι ο θεραπευόμενος θα πληρώσει το χρηματικό κόστος της συνεδρίας και θα αγοράσει αυτό που του λείπει – δύναμη, αυτοπεποίθηση, αποδοχή, δεξιότητες, κ.λπ. Από την άλλη ο θεραπευτής θα πάρει τα χρήματα και θα δώσει εκείνο που ο θεραπευόμενος του ζητάει – δύναμη, αυτοπεποίθηση, αποδοχή, δεξιότητες, κ.λπ.

Τι γίνεται όμως όταν κανείς λάβει υπόψιν ότι η αλλαγή (από την θέση του θεραπευόμενου στην θέση εκείνου εκτός θεραπείας) είναι μια (δι)εργασία; Τι γίνεται όταν κανείς λάβει υπόψιν ότι αυτό που κανείς δίνει για να “θεραπευτεί” ή να θεραπεύσει δεν είναι μόνο χρήματα; Τι γίνεται όταν κανείς σκεφτεί ότι η επιθυμία για θεραπεία – από την μια ή την άλλη πλευρά – δεν μπορεί να υποβιβαστεί σε ένα (απ)αιτητό “πάρε – δώσε”. Και από την άλλη: τι γίνεται αν θεραπευτής και θεραπευόμενος μπουν στην σχέση αυτή (ισότιμα) με “μόνο – εφόδιο – το – πληρώνω – ή – πληρώνομαι” υπολογίζοντας και πάλι μονάδες πόνου, κατανόησης, λόγου ή σιωπής;

Αυτό που φροντίζουμε να μη συμβαίνει ως απότοκο της “οικονομικοποίησης” της σχέσης είναι το «τίποτα», το «κενό». Αυτό το εκκωφαντικό και αποστομωτικό «τίποτα» – η έλλειψη στη σχέση με την επιθυμία και την δράση, σε ατομικό ή/και διαπροσωπικό επίπεδο.

 Γιούλη Τσίρτογλου, Κλινική Ψυχολόγος

Advertisement
No comments yet

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: