Ψυχολογία και Διαδίκτυο: μια σχέση για προβληματισμό…
To φάσμα της δαιμονοποίησης (και μια ακόμα ψυχο-βιομηχανία) έρχεται να επικαθίσει αυτή τη φορά πάνω στη χρήση του διαδικτύου, με λάβαρο τη διαγνωστική ετικέτα του “εθισμού”. Τα σχετικά προβλήματα-προς-επιδιόρθωση στη σχέση ορισμένων νέων με το μέσο δεν υπάρχει γενικά δυσκολία να αναγνωριστούν ως ψυχοκοινωνικά – είναι προφανές ότι η χρήση και η κατάχρηση που οι νέοι κάνουν των νέων τεχνολογιών έχει να κάνει και με τις ευρύτερες κοινωνικές συνθήκες με τις οποίες συνδιαλέγονται, από την υποβάθμιση του δημόσιου χώρου μέχρι τις εφηβικές υποκουλτούρες ή τις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Το ότι αναγνωρίζονται, όμως, ως ψυχοκοινωνικά κάποια ζητήματα, δε σημαίνει ότι η έμφαση πέφτει απαραίτητα στην κοινωνική διάσταση. Αντίθετα, η αναγνώριση αυτή μάλλον γίνεται για να μετριαστεί η μονομέρεια μιας ορθοδοξίας παρέμβασης που θέλει τα ζητήματα να είναι μεν κοινωνικά στη φύση τους, αλλά ψυχολογικά στην αντιμετώπισή τους. Και κυρίως να είναι ζητήματα που απαιτούν πριν και πρώτ΄ απ΄ όλα μια τροποποίηση συμπεριφοράς με κριτήρια κυρίως ποσοτικά, ζητήματα ορίων και διαχωριστικών γραμμών, των οποίων η αποτελεσματική συνοριοφύλαξη ισοδυναμεί με επιτυχία.
Οι δραματικές ιστορίες δε λείπουν, όπως και η ηθικολογία και ο διδακτισμός με ψυχολογικό πρόσημο. Και η κλινική έννοια της “έκπτωσης”, της υποβάθμισης των άλλων πλευρών της ζωής (στην περίπτωση των μαθητών της σχολικής και οικογενειακής κατά κύριο λόγο) εξαιτίας κάποιας παθολογικής εμπλοκής με το διαδίκτυο αποτελεί το μόνιμο πρόσχημα έναντι της όποιας αμφισβήτησης ως προς το αν το διαδίκτυο είναι τελικά, στη συγκεκριμένη ή σε κάθε περίπτωση, το πρόβλημα: “το διαδίκτυο δεν είναι από μόνο του πρόβλημα, πρόβλημα είναι αυτά που προκαλεί στην υπόλοιπη ζωή του χρήστη” είναι η απάντηση που (επιστρατεύεται για να) αφοπλίζει.
Μια διπλή “διολίσθηση”, λοιπόν, συμβαίνει: το ζήτημα καθίσταται από κατ΄ουσίαν κοινωνικό σε κατ΄ουσίαν ψυχολογικό. Η ταχύτητα της διολίσθησης ιλιγγιώδης, ανάλογη της ταχύτητας κοινωνικής επικράτησης του μέσου: για τους μεγάλους, τον πολύ κόσμο, το μέσο είναι και θα παραμείνει “αδιαφανές”, άγνωστο, απέραντο, και την ίδια στιγμή χειροπιαστό, καθημερινό και εν πολλοίς «απομυθοποιημένο». Για τους μικρούς, το μέσο “ήταν πάντα εκεί”, αυτονόητο. Και για τις δυο κατηγορίες, το μέσο είναι κάτι το “φυσικό”, όσο φυσικό είναι να στέλνεις email αντί γράμμα, και όσο φυσικό είναι να παίζεις “call of duty” αντί “πόλεμο”. Διαδίκτυο, λοιπόν, ασυζητητί. Διαδίκτυο αβλεπί. Διαδίκτυο εννοείται. Το μέσο δεν αποτελεί πλέον μια πραγματικότητα στην οποία κανείς προσαρμόζεται, αλλά μια προσαρμογή την οποία κανείς πραγματοποιεί, κάθε μέρα, με κάθε χρήση. Αν δεν την πραγματοποιεί, το πρόβλημα έχει να κάνει με τον ίδιο. Συνακόλουθα, περνάμε από την προβληματική χρήση στον προβληματικό χρήστη.
Αυτές οι διολισθήσεις επισκιάζουν δυο πολύ σημαντικές διαστάσεις της σχέσης με το μέσο: το ότι οι καπιταλιστικές κοινωνίες αλλάζουν, και μέρος των μετασχηματισμών (και πολύ σημαντικό μάλιστα) είναι το διαδίκτυο . Και το ότι αυτές οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης δε μπορεί να είναι χωρίς θύματα.
Η κοινωνική έμφαση στις νέες τεχνολογίες δημιουργεί ένα πιο γρήγορο κόσμο αλλά και ένα κόσμο με πολλές ταχύτητες. Ορισμένοι άνθρωποι θα μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τα παλλιρροϊκά κύματα της τεχνολογικής ανανέωσης για να “σερφάρουν” πιο γρήγορα, πιο ψηλά, πιο μακριά… Άλλοι θα κουραστούν και θα εγκαταλείψουν την προσπάθεια, το κύμα θα τους καταποπντίσει, οι νέες τεχνολογικές εποχές θα τους ξεβράσουν – εργασιακά, κοινωνικά, ψυχικά… Άλλοι πάλι θα ωθηθούν και θα αφεθούν να μαγευτούν από το κύμα, θα επενδύσουν τον ψηφιακό κόσμο με κοινωνικά λάθος (και “κλινικά αξιοσημείωτο”) νόημα, θα ξε-μάθουν ότι το παιχνίδι της – ψυχοκοινωνικής – επιβίωσης παίζεται στον πραγματικό κόσμο, τον εκτός οθόνης, όσο κι αν μεσολαβείται από τον ψηφιακό… Θα μείνουν στον κόσμο των δυνατοτήτων… Αυτοί οι χρήστες λέγονται προβληματικοί, εθισμένοι ή ότι άλλο… Και αυτούς το κύμα τους σφίγγει, και η διατήρησή τους στην επιφάνεια είναι δύσκολη…
Από τη σκοπιά του μέσου ως νόρμας, προβληματικός χρήστης είναι προφανώς τόσο εκείνος που δεν το χρησιμοποιεί καθόλου ή σχεδόν καθόλου, όσο και εκείνος που το χρησιμοποιεί με λάθος, υπερβολικό, τρόπο. Και οι δύο δεν κάνουν τις κατάλληλες “συνδέσεις” ανάμεσα στο μέσο και τον κόσμο που αυτό μεσολαβεί. Στη δεκαετία του ΄90 η ετικέτα που είχε γίνει πολύ της μόδας, χωρίς να φτάσει, ωστόσο, να αποκτήσει κλινική κατοχύρωση, ήταν αυτή του “τεχνοφοβικού”. Άπειρες ψηφίδες προπαγάνδας αλλά και οι δυνατότητες του μέσου ως προπαγάνδα του εαυτού του έστειλαν αυτήν την ετικέτα λίγο έως πολύ στον κάλαθο των κλινικών αχρήστων. Η κλινική ετικέτα έχει νόημα στο πλαίσιο μιας κοινωνικής συνθήκης και η κοινωνική συνθήκη είχε αλλάξει: ο κόσμος, για να το πούμε με μια αγγλοσαξονική διατύπωση, “δεν είχε πια χρόνο για τους τεχνοφοβικούς” καθώς γεννούσε ήδη όσους τεχνοφυσιολογικούς χρειαζόταν. Η κανονική κατανομή είχε μετατοπιστεί και στον αντίποδα μια νέα παρέκκλιση εμφανιζόταν.
Το διαδίκτυο, όπως κάθε άλλο μέσο κοινωνικής αναδιάρθρωσης, δημιουργεί «ψυχικές μειονότητες» και «ψυχικές μειονεξίες», ανθρώπους που αισθάνονται να κολυμπούν εκτός ή κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα. Αυτές οι ψυχικές μειονότητες-μειονεξίες, που αριθμητικά μπορεί καθόλου να μην είναι τέτοιες[1], αδυνατούν να χρησιμοποιήσουν το διαδίκτυο για ίδιον – ψυχοκοινωνικό – όφελος. Αυτές οι νεοφανείς μειονότητες-μειονεξίες επικαλύπτονται φυσικά με άλλες κοινωνικές μειονότητες-μειονεξίες – η παρέκκλιση από το κοινωνικά καταξιωμένο – κανονικό είναι εξίσου επώδυνη με άλλες, λιγότερο τεχνολογικές εποχές, αν και καλυμμένη με περισσότερα προσχήματα, και βρίσκεται εκεί που οι διάφορες υστερήσεις διασταυρώνονται. Σε κάθε περίπτωση, το πλησίασμα ενός ατόμου και ειδικά ενός νεαρού ατόμου προς μια μειονοτική-μειονεκτική τεχνολογική κατάσταση μπορεί να εγείρει τις ανησυχίες των οικείων του, κι αν πρόκειται για περιπτώσεις που αυτό το ενδιαφέρον μπορεί να αξιολογηθεί και να αξιοποιηθεί ως αναζήτηση βοήθειας από ειδικό, υπάρχουν άφθονοι, στις ψυχο- και παιδαγωγικές επικράτειες να συνδράμουν[2].
Στην πραγματικότητα ενός ιδιωτικού γραφείου ψυχολόγων, όπως και σε κάθε ιδιωτική επιχείρηση, το διαδίκτυο υπεισέρχεται ως μέσο διαφήμισης, επικοινωνίας αλλά και επικοινώνησης απόψεων – λ.χ. με αυτό το κείμενο που αυτή τη στιγμή διαβάζεται. Υπεισέρχεται, ωστόσο, και ως μια κλωστή ή ως το βασικό νήμα στο κουβάρι των λόγων, των αιτημάτων και των νοημάτων με το οποίο κανείς αναζητά τις υπηρεσίες μας. Είναι πτυχή της μη ικανοποίησης και των παραπόνων που κανείς έχει από τη ζωή του, τη σχέση του με τους άλλους, και είναι πηγή ανησυχίας για την πορεία των παιδιών του και γενικά των δικών του ανθρώπων.
Δεν είναι βέβαια εδώ ο τόπος να εκτεθούν στις λεπτομέρειές τους οι τρόποι με τους οποίους το διαδίκτυο μπορεί να είναι κομμάτι των τροχιών ατομικής και οικογενειακής ζωής στις οποίες ένας ψυχολόγος γίνεται μέρος και παράγων αλλαγής. Αν είναι να εμμείνουμε σε μια συνήθη σχετική κατάσταση, είναι η περίπτωση των γονέων που ανησυχούν για την υπερβολική ενασχόληση του παιδιού τους με το διαδίκτυο (παιχνίδια MMORPG ή site κοινωνικής δικτύωσης) στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κατάστασης που μπορεί να την αξιολογούν ή όχι ως προβληματική. Όπως έχουμε εκθέσει και σε άλλο μας κείμενο, η προτεραιότητά μας αφορά στα παραμελημένα εκείνα προσωπικά και οικογενειακά νοήματα, που το παιδί στη σχέση του με το διαδίκτυο πολιορκεί, απονενοημένα, επειδή ακριβώς υπάρχουν πλήθος λαγούμια και αντι-λαγούμια νοήματος στο οικογενειακό πλαίσιο που συντηρούν μάταιες πολιορκίες και εγχειρήματα. Η μεταστροφή από την οποία εκκινούμε τις παρεμβάσεις μας είναι, για να το θέσουμε έτσι, μια στροφή της κεφαλής του ενδιαφερομένου γονέα: αφ΄ης στιγμής αυτός ή αυτή βρεθεί στο σκοτεινό δωμάτιο του εφήβου, ας στρέφει την κεφαλή και την προσοχή όχι στη φωτεινή πηγή – δεινών – της οθόνης του υπολογιστή αλλά στο ίδιο το υποφωτιζόμενο πρόσωπο του ή της εφήβου. Γιατί πολύ απλά, ένα software μπορεί να παρακάμπτει το κακόβουλο λογισμικό και να αποκλείει τις αναδυόμενες ιστοσελίδες, αλλά η ψυχολογική – και ψυχοκοινωνική – παρέμβαση και αλλαγή δε μπορεί να παρακάμπτει τον άνθρωπο ως πρόσωπο και να αποκλείει τα αναδυόμενα νοήματά του.
____________________
[1] Γιατί ακριβώς θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι οι περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αισθάνονται μειονεκτούντες έναντι των απαιτήσεων και προτύπων της κοινωνικής ζωής, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν στην ιδανική σχέση με την τεχνολογία.
[2] Για να κάνουμε πιο κατανοητή τη δυναμική κείνου που εννοούμε ως μειονότητα-μειονεξία θα πρέπει να σκιαγραφήσουμε το φάσμα της πλεινότητας-πλεονεξίας έναντι του οποίου αυτή σχηματίζεται. Μπορούμε εδώ να αναφερθούμε στα στοιχεία μιας πρόσφατης πανελλαδικής έρευνας σχετικά με τις απόψεις και τη χρήση του διαδικτύου γονέων μαθητών των δύο πρώτων βαθμίδων της εκπαίδευσης, σύμφωνα με την οποία ενώ “[τ]ο 83% των γονέων θεωρεί το διαδίκτυο από απολύτως απαραίτητο ως μάλλον απαραίτητο, και μόνον το 4% το θεωρεί άχρηστο/μάλλον άχρηστο”, σ’ ότι αφορά τις γνώσεις και τη χρήση που δηλώνουν “το μεγαλύτερο ποσοστό είναι εκείνων που θεωρούν ότι έχουν μέτριες γνώσεις (22%) και τα αμέσως επόμενα αυτών που έχουν λίγες (18%) ή ανύπαρκτες γνώσεις (15%). Πολύ καλές γνώσεις έχει μόνον ένα 8%. Και μόνον ένα 30% κάνει χρήση του διαδικτύου «μάλλον συχνά/συχνά /και πολύ συχνά”. (βλ. Ξενοφών – Ροδόλφος Μορώνης, Με πόση ασφάλεια και δημιουργικότητα κυματοδρομύν οι νέοι στο διαδίκτυο; Πρακτικά Ημερίδας «Παιδιά και ΜΜΕ- Οι ανήλικοι στον κόσμο της επικοινωνίας».Υπουργείο Τύπου, Γ.Γ.Επικοινωνίας, Γ.Γ.Ενημέρωσης. Απρίλιος 2009. Διαθέσιμο στο http://www.minpress.gr/minpress/index/currevents/publ_hmer_paidia_mme.htm.
Η πραγματική αυτή αναντιστοιχία αυτή ανάμεσα στο πόσο – πολύ – σπουδαιολογείται ένα μέσο από τους ενήλικες και στις – λίγες – γνώσεις τους γι’ αυτό μεταφέρει στους νέους μια μεγάλη πίεση να ασχοληθούν με το μέσο (για να μην μείνουν εκτός των εξελίξεων – να μη μειονεκτήσουν), αλλά και να ασχοληθούν με το σωστό – “κανονικό” – τρόπο “για το καλό τους”, το οποίο καλό τους είναι επίσης σχετικά αδιαμόρφωτο, και οφείλουν οι νέοι να το βρουν λίγο-πολύ μόνοι τους.
Σταύρος Ψαρουδάκης, Δεκέμβριος 2009