Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ο Χ. και το Βιογραφικό του

22, Δεκέμβριος, 2009

Ένας φίλος ενός από τους συνεργάτες του ΅Ψυχή Λόγος ΕπιΚοινωνία”, ο οποίος εργάζεται στο τμήμα πωλήσεων μιας βιομηχανίας παιχνιδιών στη Β.Ελλάδα, δέχθηκε τις προάλλες για πρώτη φορά πρόσκληση από τον προϊστάμενό του για απογευματινό καφέ.  Ο Χ. θεώρησε την πρόταση δυσοίωνη.  Πραγματικά, στη συνάντηση  του ανακοινώθηκε ότι υπήρχε μια σχετική “δυσαρέσκεια από την πλευρά της διοίκησης” σ΄ ότι αφορά την “παρουσία του στην εταιρεία”.  Η δυσαρέσκεια αυτή εναντίον του, που είχε πάρει σαφές σχήμα μετά τη γνωμοδότηση και ενός συναδέλφου του,  δεν είχε να κάνει με την εργατικότητα του, τη συνέπειά του ή κάποια αμέλεια ως προς τα σαφώς ορισμένα ζητούμενα της εργασίας.

Η δυσαρέσκεια είχε να κάνει με το χαρακτήρα του.  Ο Χ. είναι ένας από τους πιο γνήσια ευγενικούς ανθρώπους που μπορεί κανείς να συναντήσει, και γι΄ αυτό ήταν πραγματικά απρόσμενο να τον ακούει κανείς να λέει κάτι τέτοιο.  Τα λόγια του συναδέλφου, όπως του μεταφέρθηκαν από τον προϊστάμενό του, ήταν: ο Χ. είναι “κάπως υπερβολικά ντροπαλός, κυρίως με τους συναδέλφους” του.  Είναι “λίγο στον κόσμο του” και “καμιά φορά χάνεται”.  Η ετυμηγορία του συναδέλφου έγινε και ετυμηγορία της εταιρείας: ο Χ. είναι… “κάπως κομπλεξαρισμένος”.  Και η ποινή που αυτό επέφερε;  Απόλυση με αναστολή: “έχεις μια εβδομάδα να τα αλλάξεις αυτά” είπε ο προϊστάμενος.

«Ποια αυτά;» θα μπορούσε κανείς να ρωτήσει…


Όποιος έχει μπει στη διαδικασία σύνταξης ενός βιογραφικού γνωρίζει ποια “αυτά”..  Γνωρίζει πως  “αυτά” οφείλει να τα συμπεριλάβει στην ουρά των παραγράφων με τα τυπικά προσόντα: είναι  οι διαπροσωπικές ή κοινωνικές του δεξιότητες, οι οποίες θεωρητικά συνοψίζουν σε μερικές προτάσεις το πως ο ίδιος ο (αυτο-)βιογραφούμενος είναι, για να το θέσουμε κάπως γλαφυρά, ως “άνθρωπος μεταξύ ανθρώπων”.

Μπορεί κάποιος να δει αυτές τις αράδες των βιογραφικών με πολλούς τρόπους: ως υπόλοιπο μιας αφαίρεσης είναι ένας τρόπος.  “Αν μου αφαιρέσεις όλα τα τυπικά προσόντα, αυτό που μου μένει είναι οι διαπροσωπικές μου δεξιότητες” θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί.  Γι΄ αυτό και οι άνθρωποι με “φτωχό βιογραφικό” ή οι αγγελίες σχετικά ανειδίκευτων εργασιών δεν παραλείπουν να επισημάνουν τουλάχιστον αυτό: ότι διαθέτουν “ευχάριστη προσωπικότητα” ή ότι “ζητούν κάποιον με ευχάριστη προσωπικότητα” αντίστοιχα.  Μπορεί από την άλλη κάποιος να δει και να προβάλλει αυτές τις αράδες ως επιστέγασμα: “όχι μόνο έχω αυτά κι αυτά τα τυπικά προσόντα, έχω κι από πάνω πολλές διαπροσωπικές δεξιότητες”.

Η γενικότερη συνοχή ενός βιογραφικού, και η ισορροπία, αντιστοιχία μεταξύ τυπικών προσόντων και διαπροσωπικών δεξιοτήτων μπορεί να αποτελέσει και αντιστάθμισμα, ίσως, της υστέρησης  σε κάποια επιμέρους παράμετρο.    Κανείς σώφρων δε γράφει στο βιογραφικό του ότι “παρά τα 2 μεταπτυχιακά μου έχω τον…ανθρωποδιώχτη” αλλά και κανείς δε γράφει ότι “όχι μόνο έχω πολυετή εμπειρία στο αντικείμενο αλλά είμαι και αξιολάτρευτος”.  Ο καθένας προσπαθεί στο βιογραφικό του να προσαρμόσει αυτό που θα μπορούσε να είναι μια πιστευτή ή ρεαλιστική εικόνα του εαυτού στα ζητούμενα της θέσης εργασίας.  Ένα επιτυχημένο τέτοιο ταίριασμα μπορεί επιπλέον να αποτελέσει και ένα αντίμετρο στον “ανιχνευτή ψεύδους” του εργοδότη κατά την “φιλική (προ-)ανάκριση” πριν την πρόσληψη.

Στον εργασιακό χώρο οι διαπροσωπικές δεξιότητες οφείλουν να αποδειχθούν. Υπάρχει εδώ μια μίνιμουμ απόδειξη και μια μάξιμουμ απόδειξη.   Η μάξιμουμ απόδειξη αφορά στις περιπτώσεις που ένας εργαζόμενος αποδεικνύεται εξαιρετικά συμβατός με τις αρχές λειτουργίας και το κλίμα που θέλει να καλλιεργεί η εταιρεία, καθώς και την εικόνα που θέλει να προβάλλει για τον εαυτο της (φιλική, δυναμική, δημιουργική, ευαίσθητη κ.λπ.), την εμπορική ταυτότητά της.  Το μάρκετινγκ και η διαχείριση ανθρώπινων πόρων δεν παύουν να εξαίρουν αυτές τις συμβατότητες, την υποστήριξη , προβολή και ανάδειξη από πλευράς υποδειγματικών εργαζομένων του “οράματος της εταιρείας”.

Υπάρχει και η μίνιμουμ απόδειξη των διαπροσωπικών δεξιοτήτων τις οποίες κάποιος γράφει σε ένα βιογραφικό, όποιες κι αν είναι αυτές.  Η μίνιμουμ απόδειξη αφορά στο να μην προκαλεί ο εργαζόμενος προβλήματα με την συμπεριφορά του, να μην γκρεμίζει εκείνα που οι άλλοι χτίζουν, κι ας μη χτίζει ιδιαίτερα ο ίδιος.  Με άλλο λόγια, να είναι συνεπής προς τα εργασιακά του καθήκοντα και ανεπίληπτος στις σχέσεις του με τους άλλους.

Ωστόσο, υπό τις σημερινές συνθήκες ανταγωνισμού η μίνιμουμ απόδειξη των διαπροσωπικών δεξιοτήτων σημαίνει διάψευση.

Το να εργάζεται κανείς σε μια εργασία που δεν έχει για τον ίδιο άλλο νόημα πέραν του βιοπορισμού, όπως είναι η περίπτωση του Χ., είναι μια πολύ συνηθισμένη κατάσταση σήμερα, και μια συνθήκη που θέτει υπό δοκιμασία την ικανότητά καθενός μας ακριβώς να βρίσκει νόημα – προσωπικό – σε αυτό που κάνει.  Ακριβώς γιατί μια εργασία που δεν έχει γι΄αυτόν ή γι΄αυτήν που την κάνει κανένα απολύτως νόημα, δε μπορεί να γίνει. Το ζήτημα ειναι ότι πολλές φορές το νόημα με το οποίο μπορεί κανείς να επενδύει την εργασία του μπορεί να αντιστρατευεται την ίδια την εργασία ως παραγωγικότητα, ως απόδοση. Μπορεί για κάποιον το νόημα σε μια βαρετή καταναγκαστική εργασία να είναι ακριβώς η ονειροπόληση την οποία αυτή επιτρέπει.  Το γεγονός λ.χ. ότι μια εργασία σε ένα εργοστάσιο απασχολεί τα χέρια αλλά όχι το μυαλό έχαιρε και χαίρει -ανομολόγητης συχνά – εκτίμησης από τους εργαζομένους.

Το ζήτημα είναι ότι στον τομέα των υπηρεσιών σχεδόν ο καθένας οφείλει σε ένα βαθμό να προσποιείται ότι αυτό το οποίο κάνει εργασιακά τον ευχαριστεί στο βαθμό που του ζητείται από τον εργοδότη του ή την αγορά, και αυτή είναι μια πραγματικότητα που θέτει σε δοκιμασία κάθε πλευρά του ανθρώπου. Και σε αυτές τις εργασίες, που είναι και ένα πολύ μεγάλο ποσοστό των εργασιών στον ανεπτυγμένο κόσμο, η ονειροπόληση και η αποστασιοποίηση από το αντικείμενο της εργασίας δε νοούνται.  Το προσωπικό νόημα ή είναι συμβατό με την παραγωγικότητα της εργασίας ή βλαπτικό προς αυτήν. Δεν υπάρχει ουδετερότητα.    Συγκριτικά “ακατάλληλος” δεν είναι μόνο αυτός που ενεργητικά αποστασιοποείται και τραβά μια γραμμή ανάμεσα στα προσωπικά του χαρακτηριστικά και τα διαπροσωπικά ζητούμενα της εργασίας, αλλά ακόμα κι αυτός που “του φαίνεται” ότι γνωρίζει πως μια τέτοια γραμμή υπάρχει, κι ας το προδίδουν και οι ρυτίδες του προσώπου του και μόνο, που λέει ο λόγος.

Η σχέση των περισσότερων ανθρώπων με την εργασία τους είναι μια σχέση επιχωματώσεων και αντιφάσεων. Η αρχική αρνητική στάση λ.χ. προς ένα εργασιακό αντικείμενο μπορεί να σκεπάζεται με το χρόνο απότην περηφάνια που κανείς αισθάνεται ανεξαρτητοποιούμενος οικονομικά.  Αυτό, ωστόσο, δεν εξαφανίζει συνήθως το συναίσθημα που πολλοί έχουν για χρόνια, ότι κάθε πρωί “φορούν τη μάσκα” ή τη “στολή εργασίας” τους.

Το ζήτημα για τους επαγγελματίες ψυχικής υγείας και όσους προσφέρουν υπηρεσίες προσωπικής ανάπτυξης είναι το πώς τοποθετούνται έναντι των αιτημάτων πολλών ανθρώπων να βελτιώσουν τις επαγγελματικές διαπροσωπικές τους δεξιότητες.   Είναι τελικά απλά μια “βελτιώση της μάσκας”, αυτό που αναζητούν οι επαγγελματίες που προσέρχονται στα γραφεία των ψυχολόγων ή κάτι διαφορετικό;  Και πώς μπορεί κανείς να τοποθετηθεί ως άνθρωπος και ως επαγγελματίας έναντι της κοινωνικής γενίκευσης της “μάσκας”;  Οι επιθυμίες των ανθρώπων είναι σεβαστές, και σίγουρα με τις υπηρεσίες μας προσπαθούμε να ανταπεξερχόμαστε στην αγωνία και την ανάγκη τους όχι για εξεζητημένα “ψυχολογικά lifting” αλλά για στοιχειώδη αυτογνωσία, την οποία τόσο πολύ αντιστρατεύονται οι ρυθμοί της εποχής.

Ωστόσο, ως κλάδος και ως άνθρωποι στα πλαίσια των κοινωνιών μας οφείλουμε να προβληματιστούμε πάνω στην εμπειρία ανθρώπων όπως ο Χ. που κινδυνεύουν να χάσουν την εργασία τους επειδή “είναι υπερβολικά ντροπαλοί” και “κάπως κομπλεξαρισμένοι”…  Και να δράσουμε…

Σταύρος Ψαρουδάκης, Δεκέμβριος 2009

Advertisement
No comments yet

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: